Ενώ όλος ο κόσμος περιμένει να δει αν η Μπαρτσελόνα μπορεί να κάνει ένα ακόμα θαύμα ανατρέποντας (και) το βαρύ 3-0, με το οποίο έχασε από την Γιουβέντους στο Τορίνο, ο Κριστιάνο Ρονάλντο πήρε από το χέρι τη Ρεάλ Μαδρίτης και με πέντε γκολ σε δυο ματς κόντρα στην Μπάγερν Μονάχου, την πήγε πάλι στα ημιτελικά του Τσάμπιονς λιγκ. Μεταξύ όλων των απίθανων που έχω ακούσει για τον Κριστιάνο είναι και ότι δεν έχει πετύχει στη ζωή του σημαντικά γκολ: τα πέντε κόντρα στους πρωταθλητές Γερμανίας είναι μια ωραία απάντηση.
Η οποία ωστόσο δύσκολα θα γίνει σεβαστή από το στρατό των αμετανόητων επικριτών του: είναι βέβαιο ότι θα βρουν κάτι άλλο. Στο μεταξύ οι ευρωπαϊκές εφημερίδες έχουν γεμίσει με φωτογραφίες και δηλώσεις του – είμαστε πάλι στα γνωστά: όσοι τον θαυμάζουν τον αποθεώνουν, όσοι τον αντιπαθούν τον σιχαίνονται περισσότερο. Πιο πολύ και από το Ρονάλντο βρίσκω ενδιαφέρουσα αυτή την τεράστια αντιπάθεια που προκαλεί – κάτι μοναδικό όταν μιλάμε για ένα τόσο μεγάλο ποδοσφαιριστή.
Υπο παρακολούθηση
Πριν μερικά χρόνια είχε κυκλοφορήσει στα ελληνικά η πρώτη βιογραφία του Μέσι, γραμμένη από ένα Ιταλό τον Λούκα Καγιόλι. Ο Καγιόλι κάνει μια ωραία δουλειά: περνά ένα διάστημα με κάποιους σταρ του καιρού μας, παρατηρεί τη ζωή τους και τις καθημερινές τους συνήθειες, μιλάει πολύ με τους ανθρώπους τους και όσους πιστεύει πως τους ξέρουν και γράφει για αυτούς βιβλία που βοηθάνε να καταλάβεις λιγάκι τον άνθρωπο πίσω από το σταρ – όσο αυτό είναι δυνατόν, διότι συνήθως όταν είμαστε υπό παρακολούθηση και το ξέρουμε συμπεριφερόμαστε και προσεχτικά. Είχα γράψει τον πρόλογο της ελληνικής έκδοσης και τον είχα συναντήσει στην Αθήνα. Όταν μου είχε εξηγήσει τον τρόπο που δουλεύει, τον ρώτησα με ποιον ποδοσφαιριστή είχε περάσει καλύτερα στο διάστημα της συνεργασίας. Απάντησε αστραπιαία «με τον Κριστιάνο Ρονάλντο»! Αρχισε να μου εξηγεί ότι είναι ένας φοβερός τύπος, με τεράστια φιλανθρωπική δράση, που συντηρεί σχεδόν όλους τους γείτονες της παλιάς του γειτονιάς στη Μαδέιρα (κι όχι απλά τους συγγενείς του), που έχει μια παθολογική αγάπη στη μάνα του γιατί έχασε τον αλκοολικό πατέρα του σχετικά μικρός, που ξέρει να διασκεδάζει, που έχει χιούμορ, που είναι μεγάλος πατριώτης, δουλευταράς και άψογος με τους συμπαίκτες του. Τον άκουγα μαγεμένος να περιγράφει ένα άγιο με σπάνιες ικανότητες ποδοσφαιριστή κι επειδή κατάλαβε τη δυσπιστία μου ολοκλήρωσε το παζλ λέγοντας το εξής ενδιαφέρον: «Μαγεύτηκα από το Ρονάλντο, ακόμα και από τα καπρίτσια του. Όμως δεν θα ξεχάσω ποτέ ότι στο τέλος μου ζήτησε να μην γράψω τίποτα από όλα τα ωραία που ανακάλυψα. «Μου αρέσει ο καθένας να έχει στο μυαλό του τον Ρονάλντο, όπως αυτός νομίζει ότι είναι» μου είπε. «Δεν με πειράζει να με αντιπαθούν άνθρωποι που δεν με γνωρίζουν».
Ποιους γουστάρουν οι ποδοσφαιρόφιλοι
Δεν ξέρω αν ο Πορτογάλος τρέφεται από την αντιπάθεια που σε κάποιους προκαλεί – καταλαβαίνω πάντως γιατί πολλοί δεν τον γουστάρουν, παρά τα εντυπωσιακά πράγματα που κάνει εντός αγωνιστικού χώρου. Οι ποδοσφαιρόφιλοι γουστάρουν τους τρελούς, ακόμα και τους κλόουν που κάνουν ό,τι μπορούν για να μας πείσουν ότι είναι τρελοί. Πολλοί θυμούνται τις ατάκες του Μπεστ όσο και τις ντρίπλες του και πολλοί έχουν γελάσει με τις σαχλαμάρες του Γκασκόιν, που κατάντησε ένας αξιολύπητος αλκοολικός. Οι ποδοσφαιρόφιλοι λατρεύουν τους καταραμένους και όσους τους μοιάζουν αντισυμβατικοί: όταν ο Μαραντόνα καταδικάστηκε για χρήση κοκαΐνης έγινε ακόμα περισσότερο δημοφιλής γιατί πρόσφερε στον κόσμο τον δραματικό επίλογο, που αυτός περίμενε, σε μια έτσι κι αλλιώς μελό ιστορία. Αν πιάνανε τον Ρονάλντο με σκόνες, η μισή ανθρωπότητα θα έκανε πάρτι! Οι ποδοσφαιρόφιλοι λατρεύουν τους μικρούς που φτάνουν στην κορυφή διατηρώντας μια παράξενη παιδικότητα: ο Μέσιμ νομίζω, άφησε γένια και βάφει τα μαλλιά του καταπιεσμένος από την ανάγκη να δείξει πόσο μεγάλωσε και χωρίς να καταλαβαίνει ότι για όποιον τον αγαπάει παραμένει ένας εικοσάχρονος θαυματοποιός. Οι ποδοσφαιρόφιλοι λατρεύουν τους πρίγκιπες και τους αρχηγούς, δηλαδή όσους μεγαλώνουν παίζοντας σε μεγάλες ομάδες και όσους γεννιούνται με το περιβραχιόνιο στο μπράτσο. Πρίγκιπες ήταν ο Βαν Μπάστεν, ο Ραούλ, ο Ντελ Πιέρο, ο Κρόιφ, ο Μπάτζιο, ο Μπέκαμ, αρχηγοί ο Κάλε Ρουμενίγκε, ο Μπράιαν Ρόμπσον, ο Μαλντίνι, ο Μπαρέζι, ο Τότι, ο Ζιντάν, ακόμα κι αν το περιβραχιόνιο δεν το έβαζε. Οι ποδοσφαιρόφιλοι λατρεύουν τους στραβοκάνηδες, τους παράξενους σκόρερ, όσους δεν σε πείθουν ότι είναι ικανοί κι όμως κάνουν μαγικά, όσους είναι έτοιμοι να παίξουν ξύλο για την ομάδα, όσους στο μυαλό τους λιγάκι τους μοιάζουν γιατί είναι οπαδοί της ομάδας π.χ. Πολλοί ποδοσφαιρόφιλοι δεν μπορούν το τέλειο, το αψεγάδιαστο, το άψογο – ίσως γιατί σκοτώνει τη φαντασίωση ότι γρήγορα θα δουν κάτι καλύτερο. Ο Ρονάλντο, ένας σπάνιος συνδυασμός ταλέντου και τρομερής δουλειάς, είναι ο πιο πλήρης ποδοσφαιριστής που προσωπικά θυμάμαι κι αυτό από μόνο του αρκεί για να τον αντιπαθείς. Όλα πάνω του είναι τόσο άψογα, που σε υποχρεώνει να ψάχνεις ψεγάδια. Ετσι π.χ καταλήγεις να τον μισείς για τον χαρακτήρα του. Τον οποίο ανάθεμα κι αν τον γνωρίζεις: απλά έχεις χτίσει για αυτόν μια εντύπωση – κι αυτό σου αρκεί. Και του αρκεί.
Ολοι παίζουν για αυτόν
Οσο ο καιρός περνάει και ο Πορτογάλος παραμένει πρωταγωνιστής, νικητής και αγωνιστικά αψεγάδιαστος, τόσο μεγαλώνει η αντιπάθεια που προκαλεί. Η Ρεάλ απέκλεισε τη Μπάγερν με κάμποση βοήθεια από τους διαιτητές – ασυναίσθητα πολλοί το χρεώνουν κι αυτό στο Ρονάλντο γιατί πέτυχε γκολ οφσάιντ! Πληθαίνουν επίσης οι επικρίσεις για το χαρακτήρα του: δεν τον γουστάρουν γιατί είναι πλούσιος, γιατί κάνει διαφημίσεις, γιατί τρώει λεφτά σε μοντέλες, γιατί κάνει πάρτι, γιατί κλαίει (!) όταν χάνει, γιατί υπάρχει. Η απίστευτη προκατάληψη με την οποία αντιμετωπίζεται επηρεάζει και τις κρίσεις που γίνονται σε φάσεις: χθες π.χ όταν ο Μαρσέλο κάνει την καταπληκτική ενέργεια και περνά τη μισή γερμανική άμυνα, όλοι έχουν την απαίτηση να σουτάρει και να μην δώσει τη μπάλα στον Ρονάλντο. Όταν τη δίνει, οι πολλοί σκέφτονται ότι είναι υποχρεωμένος να το κάνει «γιατί όλοι παίζουν για αυτό το κωλόπαιδο σε αυτή την ομάδα», ενώ στην πραγματικότητα ο Μαρτσέλο σιγουρεύει το γκολ ψάχνοντας τον προικισμένο συμπαίκτη και φίλο με τον οποίο πανηγυρίζει στη συνέχεια. Δώδεκα χρόνια τώρα δεν θυμάμαι κανένα συμπαίκτη του Ρονάλντο να του έχει προσάψει το παραμικρό και δεν ξέρω κανένα προπονητή, που να μην πίνει νερό στο όνομά του. Κι, όμως, ολοένα και περισσότεροι είναι σίγουροι πως μιλάμε για ένα κωλόπαιδο, ένα τσόγλανο, ένα αλαζόνα, ένα καβαλημένο, ένα νούμερο. Εχω ακούσει ανθρώπους να ισχυρίζονται ότι είναι απλά ένας τυχερός γιατί έπαιξε σε μεγάλες ομάδες. Λες και με αυτά τα προσόντα θα μπορούσε να παίζει στη Νασιονάλ Μαδέιρα και να περνά απαρατήρητος.
Πολλά φέρνει, πολλά παίρνει
Εχει αίσθηση περιοχής, που θα ζήλευε κι ο Βαν Μπάστεν. Παίζει στα λίγα τετραγωνικά με τη μπάλα στα πόδια, όσο καλά το έκανε ο Ρουμενίγκε. Στο ψηλό παιγνίδι κάνει πράγμα που έκανε μόνο ο Πελέ. Εχει το κοντρόλ του Κρόιφ και μια επιτάχυνση που θυμίζει το Ντι Στέφανο. Σκοράρει όσο ο Ραούλ και ο Ιντζάγκι μαζί. Εκτελεί φάουλ, πασάρει, ντριπλάρει, δεν φοβάται να χτυπήσει κρίσιμα πέναλτι και δεν υπήρξε πορφυρογέννητος: δεν μεγάλωσε σε Ακαδημίες, αλλά στο λιμάνι της Μαδέιρα. Είναι ο καλύτερος στον κόσμο και πληρώνεται για αυτό πολλά: πολλά φέρνει, πολλά παίρνει.Κι έχει ένα «γιγάντιο εγώ» γιατί ξεχωρίζει.
Και τώρα ας τον κράξετε όλοι. Κι εμένα μαζί.
πηγἠ: karpetshow.gr