Στις 7 Δεκεμβρίου του 1991 λίγο πριν το τέλος του αγώνα Νιμ-Σέντ Ετιέν ο Ερίκ Καντονά πέταξε τη μπάλα στο διαιτητή της αναμέτρησης, εκνευρισμένος από ένα σφύριγμα του. Λίγες μέρες αργότερα στην αίθουσα συνεδριάσεων της πειθαρχικής επιτροπής της Γαλλικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας του ανακοινωνόταν η τιμωρία του: εκτός αγώνων για ένα μήνα. O Καντονά αρνούμενος να δεχτεί την απόφαση αυτή αποκάλεσε «ηλίθιο» κάθε ένα από τα τρία μέλη της επιτροπής. Η τιμωρία διπλασιάστηκε και ελάχιστες μέρες μετά, στις 16 Δεκεμβρίου, ο 25χρονος μόλις Ερίκ Καντονά των 12 γκολ σε 20 συμμετοχές ως τότε με την εθνική Γαλλίας, ανακοίνωνε ότι σταματούσε το ποδόσφαιρο. Έτσι απλά.
Λίγες εβδομάδες αργότερα, και μετά από τις παραινέσεις του Πλατινί, του Ουγιέ και του ψυχαναλυτή του, ο Καντονά βρισκόταν σε ένα αεροπλάνο με προορισμό την Αγγλία ψάχνοντας για μια νέα αρχή. Με μια απ” αυτές τις αποφάσεις για τις οποίες μετανιώνεις για πολλά χρόνια η Σέφιλντ Γουένσντεϊ δίστασε να τον κλείσει χωρίς να τον δοκιμάσει και ο Eρίκ κατέληξε στη Λίντς. Δεκαπέντε παιχνίδια, ένα πρωτάθλημα Αγγλίας και ένα Τσάριτι Σίλντ ήταν υπεραρκετά για να πείσουν τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ να δώσει 1,2 εκατομμύρια λίρες για να τον αποκτήσει.
Όσα ακολούθησαν από εκεί και μετά είναι γνωστά σε όλους. Ο Καντονά δεν ήταν απλά ένας καλός παίκτης που βρέθηκε την κατάλληλη στιγμή σε μια καλή ομάδα, ήταν ένας ξεχωριστός ηγέτης, ξεχωριστός όμως με την ανθρώπινη έννοια, με τις ατέλειες του, τις προκλητικές δηλώσεις, τα νεύρα και τα ξεσπάσματα του, ξεχωριστός με τη σκοτεινή πλευρά του την οποία δεν κατάφερε ποτέ να κρύψει από τον κόσμο, γιατί πιθανόν να μην προσπάθησε και ποτέ. Δεν ήταν το καλό παιδί που γουστάρουν όλοι, ένα ιδανικό πρότυπο, ο επαγγελματίας που ήξερε πως να διαχειριστεί κάθε κατάσταση έχοντας ως πρώτη σκέψη το συμφέρον του, την εικόνα του και τον εαυτό του ως προϊόν. Δεν ήταν τέλειος και κάποιες φορές (που δεν μπορούν να προσδιοριστούν με κάποιον κανόνα, ούτε μπορείς να τις προβλέψεις ή να τις προκαλέσεις με συγκεκριμένες ενέργειες) αυτό δεν μειώνει καθόλου την αγάπη και το θαυμασμό του κόσμου, όπως ακριβώς ο Ζινεντίν Ζιντάν παραμένει είδωλο στο μυαλό σχεδόν όλων παρά την έμφυτη αλητεία που έβγαζε κάθε φορά που κάποιος τον προκαλούσε.
Στα πέντε χρόνια που έκατσε στο Όλντ Τράφορντ οδήγησε την ομάδα στα πρώτα της πρωταθλήματα μετά από αρκετές δεκαετίες, σήκωσε Κύπελλα και Σούπερ Καπ, σκόραρε, μάλωσε, έδωσε έτοιμα γκολ (που δεν ξέχασε ποτέ), έδειρε, βραβεύτηκε, έγινε “Βασιλιάς Ερίκ” αλλά πάνω απ” όλα – όσο αστείο κι αν ακούγεται – κέρδισε το μοναδικό δικαίωμα να παίζει μπάλα με σηκωμένο το γιακά χωρίς ποτέ κανένας να τολμήσει να τον κοροϊδέψει γι” αυτό.