Παρακολουθώντας ποδόσφαιρο με τον καιρό έχω μάθει ένα πράγμα: ένας τελικός στον οποίο κερδίζει ο καλύτερος, χωρίς βοήθειες από διαιτητές και χωρίς φάσεις που σηκώνουν συζήτηση, είναι ένας θρίαμβος για το ίδιο το ποδόσφαιρο. Δημιουργεί μια αίσθηση δικαιοσύνης – σε αναγκάζει να πεις πολλά μπράβο στο νικητή, να παραδεχτείς την ανωτερότητά του. Μια θεαματική επικράτηση ομάδας σε ένα τελικό αποτελεί από μόνη της μια απάντηση στην ερώτηση τι είναι το ποδόσφαιρο του καιρού μας και που πάει. Αυτό είδαμε χθες βράδυ στο Κάρντιφ: όχι τη νίκη της Ρεάλ επί της Γιούβε, αλλά μια επιβλητική εμφάνιση που σφραγίζει μια ολόκληρη εποχή – την εποχή των ισπανικών θριάμβων που βασίζονται στο ταλέντο των παικτών και στη θέληση για δημιουργία.
Γράφουν ιστορία
Οι Ισπανοί έχουν κερδίσει, μόνο με την Μπάρτσα και τη Ρεάλ, δέκα τελικούς τα είκοσι τελευταία χρόνια, ενώ είχαν κερδίσει ένα (!) τα προηγούμενα είκοσι. Τίποτα δεν είναι τυχαίο. Η Ρεάλ κέρδισε την Γιουβέντους επιβλητικά και πανεύκολα γιατί είναι η καλύτερη πρέσβειρα του μοναδικού ποδοσφαίρου που σταθερά κερδίζει, χωρίς να χρειάζονται θαύματα, καταθέσεις ψυχής, στρατηγικές διαβολιές και τακτικές αλχημείες. Αρκεί η σωστή νοοτροπία, η διάθεση για λίγο ρίσκο, η όρεξη για δημιουργία και φυσικά ο σεβασμός στην απόλυτη αξία που λέγεται μεγάλος παίκτης. Η Ρεάλ έχει μόνο τέτοιους.
Η Βασίλισσα έχει τα πάντα
Η εφετινή Ρεάλ Μαδρίτης είναι ένα κατασκευαστικό κομψοτέχνημα. Σε μια εποχή που στόπερ δεν υπάρχουν πουθενά, αυτή έχει τέσσερα που θα έπαιζαν σε οποιαδήποτε μεγάλη ομάδα του κόσμου: ο Ράμος, ο Βαράν, ο Πέπε, ο Νάτσο, όχι απλά ξέρουν τη θέση, αλλά έχουν και μεγάλη συμμετοχή στο επιθετικό κομμάτι. Η Ρεάλ δεν έχει καμία απολύτως τρύπα στο ρόστερ της και μπορεί ν αντικαταστήσει οποιοδήποτε ποδοσφαιριστή της: ακόμα κι αν έλειπε ο Ρονάλντο, ο Ζιντάν είχε ένα σωρό λύσεις. Η Ρεάλ έχει τρομερά έμπειρους παίκτες που έχουν σαρώσει τους τίτλους, αλλά και καταπληκτικούς νεαρούς, που δίνουν ενθουσιασμό, ακόμα κι αν έρχονται από τον πάγκο: οι διάφοροι Ασένσιο, Λούκας, Μοράτα κτλ θα ήταν βασικοί παντού. Η Ρεάλ έχει ταλαντούχους Ισπανούς, όπως ο υπέροχος Ιτσκο πχ και καταπληκτικούς ξένους, που έχουν δεθεί με την ομάδα, όπως ο Μόντριτς. Η Ρεάλ έχει ένα προπονητή που σέβονται οι πάντες, ακόμα και οι αντίπαλοι, και που μπορεί να κάνει τις φίρμες της να τον ακούνε με κατεβασμένο κεφάλι: αυτό, στην περίπτωση του Ζιντάν, αρκεί. Η Ρεάλ ξοδεύει τα λεφτά της καλύτερα από κάθε άλλη ομάδα στην Ευρώπη, χωρίς να δίνει τα πιο μεγάλα συμβόλαια και χωρίς να αρνείται να πουλήσει όποιον φέρει μια προσφορά της προκοπής: στον πάγκο της, στο Κάρντιφ, υπήρχαν παίκτες που κόστισαν πάνω από 200 εκατ ευρώ κι όμως η ενδεκάδα της έμοιαζε η πληρέστερη φέτος στην Ευρώπη. Τέλος η Ρεάλ μπορεί να ξεπεράσει οποιαδήποτε ήττα γιατί έχει την πρέπουσα νοοτροπία: δεν στέκεται στο προηγούμενο αποτέλεσμα, κι έχει παίκτες όπως ο Ρονάλντο που μετά από κάθε ήττα πεισμώνουν και απαντάνε στους επικριτές τους με γκολ. Η ήττα, που από τις άλλες ομάδες αντιμετωπίζεται ως καταστροφή, στη Ρεάλ είναι απλά η ευκαιρία για μια θεαματική επιστροφή – μιλάμε για ομάδα που έχει σώσει χρονιές της κερδίζοντας το Τσάμπιονς λιγκ: τόσο ψηλά έχει τον πήχη των απαντήσεων. Η Ρεάλ έδειξε χθες βράδυ ότι μπορεί να δυσκολευτεί σε τελικούς, αλλά μόνο από ισπανικές ομάδες, που την γνωρίζουν κι ίσως να τις φοβάται και λίγο γιατί ξέρει ότι ένα και μόνο βράδυ κάποια ζημιά μπορούν να της κάνουν: αλλά τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές ομάδες δεν τις βλέπει σχεδόν καθόλου, γιατί δεν έχουν ούτε τους παίκτες της, ούτε τη φανέλα της. Στη Γιούβε έβαλε τέσσερα γκολ χθες: σταματώντας γιατί τη λυπήθηκε.
Χαμένη από χέρι
Ο τελικός δεν σηκώνει συζήτηση. Αποδείχτηκε ότι η Γιουβέντους δεν είχε καμία πιθανότητα να κερδίσει τη Ρεάλ σε ένα τελικό. Ισως να της δημιουργούσε προβλήματα σε διπλούς αγώνες που γίνονται συνήθως τον Μάρτιο και τον Απρίλιο, μήνες που οι μαραθωνοδρόμοι και οι στακανοβίστες της Κυρίας έχουν ενέργεια για τρέξιμο, όρεξη για ξύλο και διάθεση πρέσινγκ: σε ένα τελικό, Ιούνιο μήνα, που για να κερδίσεις πρέπει να παίξεις ποδόσφαιρο και να δημιουργήσεις, η Γιούβε ήταν χαμένη από χέρι. Κάθε προσπάθεια των Ιταλών να χτίσουν μια επίθεση από την άμυνα μετά από επαναφορές του Μπουφόν, μεγάλωνε το άγχος τους να παίξουν. Κάθε προσπάθεια για αντεπιθέσεις έμοιαζε καταδικασμένη, αφού ο Καζεμίρο και ο Κρος δεν επέτρεπαν σχεδόν σε κανένα να πασάρει ανενόχλητος. Κάθε προσπάθεια του Ιγκουαίν ή του Ντιμπάλα προκαλούσε απλά απορία για το πώς μπορεί να γίνουν επικίνδυνοι: ο πρώτος υπέρβαρος κι αργός, ο δεύτερος αδύνατος και άτολμος. Πάλεψε μόνο όσο άντεξε ο Μάντζουκιτς, σκόρερ ενός καταπληκτικού γκολ στο οποίο, αν καταλαβαίνεις από ποδόσφαιρο, βλέπεις την αρχή του τέλους της Γιουβέντους: ένα θαύμα μπορεί να γίνει, δυο το ίδιο βράδυ είναι απίθανα. Οποιος πίστεψε ότι η Γιούβε μπορεί να πάρει το τρόπαιο από την καταπληκτική μηχανή που βρήκε απέναντί της απλά πιστεύει σε ωραία παραμύθια: η Γιούβε και η πολυθρύλητη άμυνά της κατέβηκε να αγωνιστεί σε ένα τελικό με παιγνίδι της δεκαετίας του ΄90, με παίκτες τεχνικά μέτριους και απλά ψυχωμένους. Καλά είναι τα ψυχικά χαρίσματα, αλλά όταν ο άλλος παίζει ποδόσφαιρο κι εσύ «φτου ξελευτερία», δεν γλυτώνεις τον διασυρμό.
Πολλές ιστορίες με κακό τέλος
Η Γιούβε ήταν μια σειρά από ιστορίες: η ιστορία του Μπουφόν, η ιστορία της άμυνάς της, η ιστορία του ανερχόμενου Ντιμπάλα, ή ιστορία του Ιγκουαίν που θα κακοκάρδιζε μια ομάδα που τον έδιωξε γιατί ήξερε ότι άλλο τίποτα δεν έχει να δώσει, η ιστορία του Ντάνι Αλβες, που θα κέρδιζε τη Βασίλισσα γιατί είναι πρώην παίκτης της Μπάρτσα: αμ δε! Οι ιστορίες είναι ωραίες, αλλά αντίθετα με αυτό που πιστεύει ο κόσμος, οι πιο πολλές έχουν συνήθως κακό τέλος. Απέναντι στις ιστορίες, η Ρεάλ αντέταξε ταλέντο, δημιουργία, νοοτροπία νικητή, θέληση για επιθετικό ποδόσφαιρο, μονάδες αξιοθαύμαστες, όπως ο Μόντριτς, ο Ιτσκο, ο Καζεμίρο, ο Κρος και βέβαια ο Ρονάλντο. Η διαφορά ποιότητας υπήρξε γιγάντια: ο Μοράτα, που δυο χρόνια πριν πήγε την Γιουβέντους στον τελικό του Βερολίνου, ήταν εκτός ενδεκάδας της Βασίλισσας, κι ο διωγμένος από τη Ρεάλ περιπατητής πλέον Κεντίρα ήταν βασικός στη Γιούβε. Πως το ματς να μην λήξει 4-1;
Νικήτρια στον πόλεμο
Τα τελευταία χρόνια η Ρεάλ κέρδισε ένα ιδεολογικό πόλεμο. Σύλλογοι όπως η Μπαρτσελόνα, η Αρσεναλ, η Μπάγερν, η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ του Σερ Αλεξ, κι άλλες πολλές, πρέσβευαν ότι οι ομάδες χτίζονται από ιδιοφυείς προπονητές, που τους δίνουν προσωπικότητα, ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ξεχωριστό παιγνίδι – σήμα κατατεθέν. Οι παράγοντές της Ρεάλ αντιθέτως πίστευαν πάντα ότι οι μεγάλες ομάδες δημιουργούνται από μεγάλους παίκτες κι ότι πρέπει να είναι πλήρεις και γεμάτες ταλέντο για να παίξουν ποδόσφαιρο πρωτοβουλίας, στηριγμένο σε προσωπικές εμπνεύσεις, σωστές επιλογές και κίνητρο: η Ρεάλ κέρδισε αυτό τον ιδεολογικό πόλεμο και για αυτό πέτυχε τον ιστορικό θρίαμβο στο Κάρντιφ. Σήμερα όλοι ονειρεύονται να παίζουν όπως η Ρεάλ – πρώτα από όλα να έχουν μεγάλους παίκτες και στις εμπνεύσεις τους να στηρίζονται. Αλλά Ρεάλ υπάρχει μόνο μία: τον τρόπο να γράφει ιστορία τον έχει αυτή και μόνο. Οσο οι υπόλοιποι την μιμούνται, θα τους κάνει πλάκα.
Εδειξε το δρόμο
Χειροκροτείστε την Ρεάλ ακόμα και όσοι την αντιπαθείτε: έκανε ένα μεγάλο καλό στο ποδόσφαιρο χθες. Έδειξε σε όποιον θέλει να της πάρει το θρόνο ότι για να τα καταφέρει πρέπει να γίνει καλύτερος, ποιοτικότερος, δημιουργικότερος. Εβαλε τέλος στη δικτατορία της ελπίδας. Το Τσάμπιονς λιγκ το κερδίζεις μόνο με βεβαιότητες. Και αληθινά μεγάλους παίκτες.