Το έπος-Λέστερ σήκωσε ψηλά, στην Ελλάδα, τη συζήτηση-Ρανιέρι. Λογικό, αφού εδώ ήταν η αμέσως προηγούμενη δουλειά του Ιταλού, που κατέληξε στο μεγαλύτερο φιάσκο της καριέρας του. Συνέβη (ανάποδα) και με τη συζήτηση-Ρέχαγκελ. Μετά το 2004, στη Γερμανία. Οτι η Μπάγερν τον απέλυσε, κ.λπ.
Ο Ρανιέρι έχει CV που πρέπει να ‘σαι τρελός για (να θέλει να δουλέψει σε σένα, κι όμως) να μη τον προσλάβεις. Είτε είσαι ο Σαρρής είτε ο Ταϊλανδός ιδιοκτήτης της Λέστερ. Τι έκανε λοιπόν, εδώ κι εκεί, την (τόση) διαφορά απ’ τα Φερόε ως το τρόπαιο της Πρέμιερσιπ;
Περιληπτικά, ο Ταϊλανδός απλώς τον πήρε. Δεν του έδωσε γη, ύδωρ, κλειδιά. Ο Ιταλός ακολούθησε τη γραμμή. Δεν τον άφησαν, το κλαμπ, να τους τη χαράξει. Ο Ρανιέρι τη σεβάστηκε και την αποδέχθηκε. Το λένε και στο χωριό, στον μουσαφίρη. Όχι όπως ήξερες. Όπως εδώ τα βρήκες.
Εγινε γάμος. Κατέληξε σ’ ένα αριστούργημα του man-management, αλλ’ επάνω σε ήδη προϋπάρχουσες δομές. Θα ήταν αριστούργημα, ακόμη κι αν για επιστέγασμα ερχόταν εφέτος, μετά την περσινή 14η, μια θέση-όνειρο στο top-10. Προφανώς, η 1η θέση κονιορτοποιεί τη λογική.
Πριν τον γάμο κιόλας, το κλαμπ είχε αγοράσει τον δανεικό Χουτ. Ο Φουχς κι ο Οκαζάκι είχαν μετακινηθεί, από τη Μπούντεσλιγκα. Κι ο Ουόλς, ο εγκέφαλος του scouting και των μετεγγραφών, κυνηγούσε σαν μανιακός τον Καντέ. Για τον Καντέ, ο Ρανιέρι δεν είχε ιδέα. Ούτε ιδιαίτερη ζέση, όταν ενημερώθηκε, να τον αποκτήσουν.
Η Λέστερ έδωσε ευθύς εξαρχής στον Ρανιέρι να καταλάβει πως απέλυσαν μεν τον προκάτοχό του, τον Πίρσον, ωστόσο τους ανθρώπους τους στο οργανόγραμμά τους δεν τους διαπραγματεύονταν. Πολύ περισσότερο, δεν επρόκειτο να συζητήσουν το παραμικρό για ριζικές αλλαγές.
Για την ακρίβεια, η Λέστερ δεν αρνήθηκε στον Ρανιέρι τους τρεις που είχε φέρει και στην Αθήνα. Τον μπατζανάκη του, τον Μπενέτι, τον δέχθηκαν. Σαν τρίτο βοηθό! Τον μικρό, τον Ατσαλίν, απλώς τον ενέταξαν στο τιμ του fitness. Ακόμη ένας. Δεν τον έκαναν αφεντικό του τιμ.
Το θαύμα του fitness που πράγματι επιτελέστηκε, θα συνέβαινε και δίχως αυτόν. Ο τρίτος δε, ένας παππούς (μου διαφεύγει τ’ όνομά του) που έπαιζε μπάλα με τον Ρανιέρι στην Καταντζάρο των 70s και που παντού ο Ρανιέρι τον παρουσιάζει σαν προπονητή τερματοφυλάκων, πήγε κι έφυγε νωρίς.
Εφυγε, γιατί δεν είχε ρόλο. Ο Σμάικελ είναι ένα απτό πειστήριο για την ποιότητα της δουλειάς των άλλων, πριν το τιμ-Ρανιέρι. Ο παππούς περίττευε. Γενικώς, η ομάδα είχε momentum απ’ την απόδραση της περσινής περιόδου. Δεν χρειαζόταν, πολλά. Κυρίως, δεν χρειαζόταν βίαιες παρεμβάσεις σε ό,τι οι παίκτες ήξεραν και συνήθισαν.
Νέες μεθόδους και πραγματικότητες, που θα καλούνταν τυφλά ν’ ακολουθήσουν. Ο Ρανιέρι επέδειξε την ευφυία να το αντιληφθεί. Πήγε με το ρεύμα. Αντί να προσπαθήσει να δημιουργήσει ρεύμα. Κάπου εκεί συνεπώς, κατόπιν όλων αυτών, αρχίζει η δική του δουλειά και ο δικός του ρόλος. Στο γήπεδο και στα αποδυτήρια.
Για αρχή, ξέγραψε μονομιάς το 3-4-1-2 με τον Μαχρέζ δεκάρι. Εφερε το 4-4-1-1, με τον ελάχιστο χώρο (ανάμεσα στις δύο τετράδες) για να κινηθεί ο αντίπαλος και να παίξει. Δημιούργησε ένα τρόπο, σοφά προσαρμοσμένο σε ό,τι του παρέδωσαν και σε ό,τι ήξερε ότι το βρετανικό κοινό εκτιμά να βλέπει.
Του παρέδωσαν, ποδοσφαιριστές υποτιμημένους και πεινασμένους. Σε μια ευρύτερη κοινότητα, την κοινότητα της Πρέμιερ Λιγκ, που κολυμπάει μες στο εξωφρενικό χρήμα και στα αρρωστημένα υπερεγώ. Βρήκε τον πυρήνα του, ένα πυρήνα σκληραγωγημένων ανδρών, όχι φερέλπιδων αγοριών.
Στήριξε, σαν ιδανικός πατριός, ό,τι του παρέδωσαν. Πίστευε πως ο Ινλέρ, που τον ήξερε απ’ την Ιταλία, θα ήταν ο φυσικός επόμενος Καμπιάσο. Του πρόσφεραν αντίστοιχων απολαβών συμβόλαιο. Αλλ’ όταν ο Ρανιέρι είδε τον Ντρίνκουοτερ, είχε την ευελιξία ν’ αδειάσει τον Ινλέρ και να πάει με τον Ντρίνκουοτερ.
Λίγα ματς, καθόλου Ευρώπη, κατέληξε στον τίτλο με (μετρημένους) 14 παίκτες! Ο,τι γινόταν στην Αγγλία, στα χρόνια του ’70. Τους ηρεμούσε, τους αποσυμπίεζε, τους έκανε να γελούν. Αναψε το φως. Εχτισε πνεύμα. Togetherness. Η συνεισφορά του, ήταν αυτή. Εβαλε την ευγένειά του. Τη ζεστή, επικοινωνιακή προσωπικότητα.
Εφτιαξε καλή ατμόσφαιρα στη σχέση του με το κλαμπ, στη σχέση του με τους παίκτες, στη σχέση του με το σταφ, στη σχέση του με τα media, στη σχέση του με τους φαν και την πόλη. Ανεκτίμητο. Και χειρίστηκε μαεστρικά, οποιαδήποτε καινούργια συγκυρία εκάστοτε ανέκυπτε, απ’ τη βαθμολογία, στη ροή της σεζόν.
Εκ των υστέρων κρίνοντας, τον τίτλο η Λέστερ τον πήρε στην οδυνηρή εκτός έδρας ήττα (με δέκα παίκτες και με γκολ στο 90’+5’) απ’ την Αρσεναλ. Εκεί και τότε, Φεβρουάριο αν δεν απατώμαι, εκμεταλλεύτηκε το καλεντάρι, μία διακοπή του πρωταθλήματος για παιγνίδια κυπέλλου, κι έδωσε σε όλους μία εβδομάδα ρεπό!
Επέστρεψαν, πιο πεινασμένοι από πριν. Πιο πεινασμένοι, από ποτέ. Εκτοτε, πήραν κεφάλια.
πηγή: sdna.gr