Κάποιες φορές σκέφτομαι ότι μερικά από τα κείμενα, που έχω κατά καιρούς γράψει για μεγάλους αθλητές, λειτουργούν για κάποιους ανθρώπους, που τους αγάπησαν ως ένα είδος ευκαιρίας να βάλουν σε τάξη τα αισθήματά τους: πολλοί είναι αυτοί που τους έχουν αγαπήσει, όπως εγώ, κι απλά δανείζονται τις δικές μου λέξεις – προσυπογράφουν. Δεν είναι το κείμενο στις συγκεκριμένες περιπτώσεις αυτό που μετράει, αλλά η ίδια η αγάπη κι ο θαυμασμός για τον αθλητή. Ένα τέτοιο κείμενο είναι αυτό για τον Νίκο Γκάλη, το οποίο έκλινε με την διαπίστωση ότι δεν υπάρχει αμερικάνικο Ηall of Fame να χωρέσει την ιστορία του. Πρωτογράφτηκε Μάρτιο του 2012 για το ηρωϊκό Sport.gr και ήταν εκείνη τη χρονιά ένα από τα πιο ευανάγνωστα κείμενα της σελίδας.
Ολοι περιμέναμε τότε ότι θα ήταν ο Νικ αυτός που θα είχε την τιμή να μπει στο Hall of Fame: το κείμενο βασίστηκε στην πιθανότητα της μη επιλογής του Γκάλη και δεν γράφτηκε μετά την απόφαση, που είναι αλήθεια ότι τότε μας στεναχώρησε. Το ανέσυρα και το επαναδημοσίευσα πριν λίγο καιρό, όταν υπήρξε η διαφωνία (και εντός της οικογένειας της Εθνικής του 1987…) για το αν θα έπρεπε να δοθεί το όνομά του στο κλειστό του ΟΑΚΑ. Το δημοσίευσα για τρίτη φορά τώρα, μετά την αποκατάσταση της αδικίας και την ιστορική του επιλογή στο Hall of Fame. Και στις τρεις περιπτώσεις το κείμενο χτύπησε νούμερα αναγνωσιμότητας τεράστια – μολονότι οι συζητήσεις για τον αθλητή ήταν ολότελα διαφορετικές. Δεν είναι η επικαιρότητα αυτό που κάθε φορά κάνει το κείμενο επίκαιρο, ούτε φυσικά η ίδια η γραφή του: είναι ο Γκάλης αυτό που το καθιστά κάθε φορά χρήσιμο και ενδιαφέρον. Είναι ένα κείμενο που λειτουργεί για τους αναγνώστες του ως «σύμβουλο πίστης». Γιατί αυτός ήταν ο Γκάλης, που μπαίνει στο Hall of Fame για να του προσθέσει επιτέλους λίγη αυθεντική λάμψη: ένας μικρός μεγάλος Θεός.
Τίποτα δεν τον άγγιξε ποτέ
Εχουν γραφτεί πολλά κατά καιρούς για τον Γκάλη κι όλα είναι σωστά – ακόμα κι αυτά που έχουν να κάνουν με τα στραβά του. Πιστεύω ότι είναι αλήθεια όλα. Είναι αλήθεια ότι ήταν σκληρός διαπραγματευτής π.χ. Είναι αλήθεια ότι δεν του άρεσε να χάνει ούτε στο τάβλι και ότι αν καμιά φορά ο άλλος τον κέρδιζε στην τελευταία ζαριά το πετούσε κιόλας. Είναι αλήθεια ότι ο επαγγελματισμός του ήταν τόσο φρικτά μονοδιάστατος, που το βράδυ της κατάκτησης του Πανευρωπαϊκού στην Αθήνα δεν πήγε με τους συμπαίκτες του να διασκεδάσει στα μπουζούκια, αλλά πήγε για ύπνο νωρίς! Είναι αλήθεια ότι μετρούσε σαν κομπιούτερ, όχι μόνο τους πόντους τους δικούς του κατά τη διάρκεια του αγώνα, αλλά και τους πόντους των άλλων.
Λένε ότι κάποτε ο Ρωμανίδης τον ρώτησε γιατί δεν του έδωσε μια ασίστ να καρφώσει και προτίμησε να τελειώσει αυτός δύσκολα μια φάση με σουτ μετά από ντρίπλα, κι ο Νικ του απάντησε ότι έχει βάλει 13 πόντους και πρέπει να είναι ευχαριστημένος – πρέπει να είναι κι αυτό αλήθεια. Είναι αλήθεια ότι όταν πρωτοήρθε από την Αμερική, ήταν ευέξαπτος κι έπαιξε με διάφορους και ξύλο γιατί ήταν και καλός μποξέρ.
Υπήρχαν τότε, τα χρόνια που μεσουρανούσε, διάφορες αλήθειες που κυκλοφορούσαν για τον Γκάλη – όποιος τις κυκλοφορούσε ήθελε απλά να τον μειώσει κομμάτι στα μονίμως έκθαμβα μάτια μας, να μας κάνει να τον βλέπουμε σαν άνθρωπο με αδυναμίες κι ελαττώματα, σαν χαρισματικό μεν αθλητή, πλην όμως δύσκολο χαρακτήρα. Κάποτε κυκλοφόρησε κι ένα βιβλίο με κάμποσες ενοχλητικές αλήθειες – περιστατικά της καθημερινότητας, γραμμένα με τρόπο τέτοιο, ώστε λιγάκι να λεκιάσουν την αψεγάδιαστη εικόνα του μύθου του. Ε, λοιπόν, καμία από όλες αυτές τις μικρές άθλιες αλήθειες δεν άγγιξε τον Νικ, γιατί ο κόσμος είχε σ΄ αυτόν τόση πίστη, που τις άφηνε στην άκρη. Ο κόσμος πίστευε μόνο τα μάτια του κι αυτά βλέπανε θαύματα.
Κάτι το πρωτόγνωρο
Οι μικρότεροι που απλά έχουν ακούσει και δεν τον έχουν δει να αγωνίζεται είναι δύσκολο να το καταλάβουν. Καθώς ο χρόνος περνούσε και το ελληνικό μπάσκετ γεννούσε διαρκώς χαρισματικά παιδιά, οι συγκρίσεις έδιναν και έπαιρναν και η κάθε γενιά ανέβαζε στα ουράνια της λατρείας τους δικούς της ήρωες. Ο Διαμαντίδης ήταν πιο αθλητικός, ίσως και πιο ηγέτης, από τον Γκάλη – άλλωστε ήταν η συνέχεια του Παναγιώτη Γιαννάκη. Ο Σπανούλης, μόνο για τα θαυμαστά που έχει κάνει σε διάφορα F4, μπορεί, όταν σταματήσει την καριέρα του, να καμαρώνει για τα καθοριστικότατά σουτ σε μια σειρά από μεγάλους αγώνες: έχει υπογράψει νίκες που ίσως ο Γκάλης ζηλεύει.
Ο Παπαλουκάς υπήρξε MVP σε διάφορες εποποιίες – κι όχι μόνο ελληνικές. Ο Γιάννης Αντετοκούνμπο μας βοήθησε να πατσίσουμε τον λογαριασμό της ιστορίας με τους Αμερικάνους: μας στείλανε κάποτε τον Γκάλη που έκανε θαύματα, τους στείλαμε εμείς ένα παιδί – θαύμα – σίγουρα το πιο χαρισματικό παιδί που έχει παίξει σε ελληνικά γήπεδα. Όμως υπάρχει μια διαφορά του Γκάλη από όλους αυτούς και όσους θα ακολουθήσουν: ο Γκάλης ήταν ο πρώτος αθλητής που αγωνίστηκε στην Ελλάδα και που βάσιμα μας έκανε για τουλάχιστον τρία χρόνια (από το 1986 μέχρι το 1989) να πιστεύουμε πως βλέπουμε τον καλύτερο παίκτη της Ευρώπης, στο σπορ που υπηρετεί. Ο Γκάλης ψηφιζόταν ως καλύτερος Ευρωπαίους μπασκετμπολίστας τον καιρό, που όλοι οι μεγάλοι Ευρωπαίοι έπαιζαν στην Ευρώπη.
Ηταν ο μεγαλύτερος σκόρερ μιας γενιάς στην οποία υπήρξαν τεράστια «πολυβόλα» – κάθε χώρα είχε τον δικό της σταρ κι όμως ο δικός μας ήταν ο μεγαλύτερος. Ηταν ο παίκτης που όλοι οι άλλοι χειροκροτούσαν και αποθέωναν αναγνωρίζοντας τον ως κάτι ασύλληπτο. Στα μάτια τους δεν υπήρχε ο Γκάλης της Ελλάδας ή ο Γκάλης του Αρη, αλλά η Ελλάδα του Γκάλη, ο Αρης του Γκάλη: το μέγεθος του παίκτη καθόριζε το βάρος της ομάδας κι αυτό τότε ήταν κάτι που σε αυτή τη χώρα ζούσαμε για πρώτη φορά. Ο Γκάλης ήταν ένας λόγος που καμαρώναμε κάθε φορά που οι ξένοι μιλούσαν για αυτόν. Δεν ήταν απλώς σπουδαίο, ήταν πρωτόγνωρο.
Ευτυχώς θυμόμαστε
Ο κόσμος που τον έχει δει ακόμα συγκινείται με την ανάμνησή του. Μετά το 1989 ωρίμασαν τα παιδιά του γιουγκοσλάβικου μπάσκετ – οι Πέτροβιτς, οι Κούκοτς, οι Ντίβατς, άλλαξαν το ευρωπαϊκό μπάσκετ, πήγαν στις ΗΠΑ και τρέλαναν τους Αμερικάνους, τους ανάγκασαν να ασχοληθούν με την Ευρώπη πιο σοβαρά και να παίρνουν γρήγορα τους χαρισματικότερους. Ο Νικ μεγάλωσε, σταμάτησε από την Εθνική, έφυγε από τον Αρη, τελείωσε την καριέρα του άδοξα. Αλλά όλο αυτό που προηγουμένως είχε γράψει στις καρδιές μας δεν έσβησε ποτέ. Ο Νικ, ο πρώτος των πρώτων, ο άνθρωπος που περπατούσε στον αέρα, θα συγκινεί πάντα. Δεν είναι αλήθεια ότι ετούτη η χώρα δεν ξεχνά – ξεχνά του πάντες και τα πάντα. Αλλά ορισμένους που λάτρεψε γουστάρει πάρα πολύ να τους θυμάται…