Εδώ και δυο μέρες παίζεται στα σινεμά ένα ακόμα ντοκιμαντέρ με θέμα τον Ντιέγκο Μαραντόνα – λέω ένα ακόμα γιατί θυμάμαι τουλάχιστον δύο: το πρώτο που είχα δει ήταν ενός Ιταλού φίλου του, του Τζιάνι Μινά, και το προηγούμενο που είχε και μεγαλύτερο ενδιαφέρον το είχε σκηνοθετήσει ο ποδοσφαιρόφιλος Εμίλ Κουστουρίτσα. Ομολογώ ότι αυτό που παίζεται αυτές τις μέρες δεν θα το έβλεπα αν δεν το είχε επιμεληθεί ο Ασίφ Καπάντια, δημιουργός και μιας εκπληκτικής ανάλογης ταινίας με θέμα τον Αίρτον Σένα πριν χρόνια. Αν δεν το έβλεπα θα έχανα.
Όχι γιατί με έκανε σε κάτι σοφότερο για τα Μαραντόνα, αλλά γιατί ήταν μια ευκαιρία για μια επιστροφή στα ωραία χρόνια που έζησα παρακολουθώντας και γράφοντας για τα κατορθώματα του- τα σπουδαία και τα χειρότερα. Εγω πέρασα καλά, δεν ξέρω όμως πόσοι μπορεί να το δουν και να πουν κάτι ανάλογο.
Τριάντα χρόνια πριν
Το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ βασίστηκε σε πάνω απο 500 ώρες λήψεων που έγιναν τον καιρό που ο Ντιέγκο αγωνιζόταν στην Νάπολι – κι αυτό λέει πολλά για την ίδια την αυτοπεποίθησή του. «Το 1981 ο ατζέντης του Μαραντόνα σκέφτηκε να κάνει μια ταινία για εκείνον και έτσι προσέλαβε δυο κάμεραμεν να τον ακολουθούν παντού. Εκατοντάδες ώρες γυρίστηκαν τότε, αλλά το υλικό δεν αξιοποιήθηκε» λέει ο σκηνοθέτης προσθέτοντας πως «οι μισές μπομπίνες ήταν στη Νάπολη και οι άλλες βρίσκονταν σε μια αποθήκη της πρώην γυναίκας του Μαραντόνα της, Κλάουντια». Το 1981 ο Μαραντόνα δεν είχε πάει ακόμα στην Μπαρτσελόνα – κι όμως είχε την βεβαιότητα ότι θα έχει ενδιαφέρον κάποτε όχι μόνο η ποδοσφαιρική του καριέρα αλλά και η ίδια η ζωή του κομμάτι της οποίας μετέτρεψε σε ριάλιτι! Η ταινία εμπεριέχει σκηνές όχι μόνο από γήπεδα και αποδυτήρια, αλλά και από το σπίτι του, τις εξόδους του στη Νάπολι, τα πάρτι του. Κι αν πολλές από τις εικόνες αυτές είναι πλέον ψιλοκατεστραμμένες, όπως οι φωτογραφίες ενός οικογενειακού άλμπουμ που κάποιος ξέχασε στο μπαλκόνι ενώ έβρεχε, δεν υπάρχει πρόβλημα: υπάρχει μια ντοκιμαντερίστικη χρήση που τους δίνει ζωή.
Ολο αυτό το υλικό, δεν το είχε ακουμπήσει κανείς για τριάντα χρόνια. Ο Καπάντια ανέλαβε τη δύσκολη δουλειά να το αξιοποιήσει χωρίς καν να γνωρίζεται με τους προσωπικούς κάμεραμεν του Μαραντόνα: δανείστηκε τις λήψεις τους προσθέτοντας πολλές σκηνές της ιταλικής τηλεόρασης – ρεπορτάζ αθλητικών εκπομπών και δελτίων ειδήσεων κυρίως. Ως κινηματογραφική δουλειά η ταινία είναι εξαιρετική, αφού ο Καπάντια χρειάστηκε να βάλει τάξη σε ένα χάος και το έκανε χωρίς μάλιστα την εύκολη λύση ενός αφηγητή που εξηγεί την ιστορία. Ο Καπάντια την βασίζει σε μια προσπάθεια να δείξει ότι ήταν τελικά άλλο πράγμα ο Ντιέγκο κι άλλο ο Μαραντόνα κι ότι η περσόνα (ο Μαραντόνα δηλαδή) συνέτριψε τον άνθρωπο, δηλαδή τον Ντιέγκο: η εικόνα χρησιμοποιείται με τρόπο που αυτό το σκάρφισμα το βοηθά.
Η ιστορία αναφέρεται σχεδόν αποκλειστικά στις μεγάλες μέρες του Ντιέγκο στη Νεάπολη και είναι πλήρης – μια ιστορία με πρωταγωνιστές, ωραίες σκηνές, αρχή, μέση και τέλος. Θα προτιμούσα το τέλος να ήταν η επιστροφή του Μαραντόνα πριν μερικά χρόνια στη Νάπολι, το τέλος των μπλεξιμάτων του με το ιταλικό Κράτος και οι εκδηλώσεις λατρείας των οπαδών της ομάδας τριάντα και πλέον χρόνια μετά την κατάκτηση των πρωταθλημάτων αλλά δεν είμαι εγώ που έκανα την ταινία. Ο Καπάντια δείχνει ότι κάπου πλέον ο Ντιέγκο και ο Μαραντόνα συμφιλιώνονται – δεν ξέρω αν είναι έτσι.
Χωρίς λάμψη
Παρά την αυθεντικότητα των σκηνών και το νατουραλιστικά δραματικό χαρακτήρα της (η ταινία δεν αποκρύπτει κανένα από τα βίτσια του Μαραντόνα) και μολονότι εξιστορούνται με τρόπο διαφορετικό από το συνηθισμένο μερικές από τις πολύ μεγάλες ιστορίες του μοντέρνου ποδοσφαίρου (όπως τα μουντιάλ του ΄86 και του ΄90) έχω μεγάλες αμφιβολίες για το αν η ταινία θα βρει το κοινό που θέλει.
Ο ίδιος ο Μαραντόνα το χει ανάγκη να ξαναγίνει θέμα συζήτησης σε όλο τον κόσμο για αυτό που υπήρξε κι όχι για τις παλαβομάρες που κάνει τώρα. Νομίζω ότι ο σκηνοθέτης αυτή την ανάγκη του την κατανοεί και προσπάθησε να τον βοηθήσει χωρίς μάλιστα να καταφεύγει στη λύση του μελό: αρκεί λίγη καταγγελία των κακών Ιταλών π.χ και λίγη προσπάθεια να φανεί ότι ο Μαραντόνα ήταν τελικά ένα μεγάλο θύμα. Αλλά παρά τις τίμιες προθέσεις αμφιβάλω αν θα τα καταφέρει: ίσως το ντοκιμαντέρ αυτό είναι χρησιμότερο σε είκοσι χρόνια, σαν ιστορική παρακαταθήκη, όταν τα γεγονότα που περιγράφει θα έχουν σβήσει από τις μνήμες μας.
Σήμερα όμως είμαστε στη δεκαετία του 2010 και όχι στα 90’ς. Στα τριάντα χρόνια που μεσολάβησαν η ιστορία του Μαραντόνα έχασε τα μυστικά της και ο ίδιος δυστυχώς αρκετή από τη λάμψη του. Αν κάποια τέτοια ακόμα υπάρχει, τη βλέπεις όταν παρακολουθείς σε βίντεο ρετρό όσα έκανε στο γήπεδο με τη μπάλα στα πόδια: τον θαυμάζεις και τον λυπάσαι – κι ίσως αυτό να ήταν ένα καλύτερο θέμα για ντοκιμαντέρ από όσο η πολυτάραχη ιδιωτική ζωή του.
Τον λυπάσαι;
Στα χρόνια που ακολούθησαν τις τιμωρίες και το ποδοσφαιρικό αντίο του Μαραντόνα αποδείχτηκαν δυστυχώς για αυτόν δυο πράγματα. Το πρώτο ότι κανείς δεν έστησε καμία συνωμοσία εναντίον του – μάλλον το αντίθετο έγινε: οι αρχές του επέτρεψαν πολλά περισσότερα όσα επέτρεψαν σε οποιονδήποτε άλλο ποδοσφαιριστή, πιθανότατα γιατί το παγκόσμιο ποδοσφαιρικό σύστημα είχε ανάγκη του μύθο του και τον προστάτευσε περισσότερο από όσο ο ίδιος τον εαυτό του. Το δεύτερο που αποδείχτηκε είναι ότι ο τύπος στάθηκε αδύνατο να διαχειρισθεί τα χαρίσματα του: κατά κάποιο τρόπο ο Μαραντόνα είναι ο μεγαλύτερος Θεός που το ποδόσφαιρο δημιούργησε και την ίδια στιγμή ο μεγαλύτερος προδότης του – ένας λατρεμένος προδότης, όπως φαίνεται και στην ταινία του Καπάντια, αλλά προδότης.
Από ένα σημείο κι έπειτα (και δυστυχώς για το Μαραντόνα αυτό συνέβη πολύ νωρίς) οι απερίγραπτες εξαρτήσεις του μετράνε περισσότερο από το ποδόσφαιρο – μολονότι του τις συγχωρούσαμε. Το κάναμε γιατί τον είχαμε ανάγκη – ενώ αυτός τελικά είχε άλλες ανάγκες, σίγουρα μεγάλες, αλλά από αυτές που δεν προκαλούν συγκίνηση. Αυτό ίσως θα ήταν ένα καταπληκτικό θέμα για ντοκιμαντέρ, αλλά δεν θα μπορούσε να το γυρίσει ο καλός Καπάντια που τον Ντιέγκο τον λατρεύει, όσο και τον Σένα για τον οποίο έκανε κάποτε κάτι ανάλογο.
Η διαφορά έγκειται στα πρόσωπα: ο Σένα έφυγε στους ουρανούς σαν Θεός, ο Μαραντόνα πολύ φοβάμαι ότι προτίμησε το ρόλο του αμετανόητου μπαγαπόντη. «Ηρθα στη Νάπολι και με περίμεναν ογδόντα χιλιάδες σε ένα γήπεδο και φεύγω μόνος» λέει σε μια στιγμή της ταινίας με παράπονο στην γυναίκα του. Τον λυπάσαι. Και στην επόμενη στιγμή βλέπεις ότι ένα μήνα μετά τον συνέλαβαν για χρήση και κατοχή ναρκωτικών και στο Μπουένος Αϊρες…
πηγή: karpetshow.gr