Ο Βαγγέλης Αρναούτογλου εξηγεί το λογικό της επιλογής του Γεωργιανού μετά το κάζο με τον Μοντανιέ, την αδυναμία να βρεθεί τρόπος για να πειστεί προπονητής από το εξωτερικό και το φόβο για ένα νέο φιάσκο σε αχαρτογράφητα νερά.
H AΕΚ επέλεξε τον εύκολο δρόμο. Αυτόν της συμφωνίας με έναν προπονητή που ήταν εξ αρχής γνωστό ότι δεν θα αξίωνε διαφοροποιήσεις στον τρόπο δομής και λειτουργίας του ποδοσφαιρικού τμήματος, θα ακολουθούσε βουβά το μεταγραφικό σχεδιασμό δίχως παρεμβάσεις, θα έλεγε «ναι» στο όποιο πρότζεκτ υπάρχει. Το ότι ο Τιμούρ Κετσπάγια είναι πιο οικονομικός εν συγκρίσει με όσους η ΑΕΚ εξέταζε πριν από εκείνον, σαφώς βολεύει την ιστορία, όμως δεν ήταν αυτός ο βασικός λόγος για την έλευσή του στην Ελλάδα.
Στην ουσία του πράγματος, ο Δημήτρης Μελισσανίδης προδόθηκε από την τυφλή εμπιστοσύνη που έδειξε στα στελέχη που «έτρεξαν» το θέμα του προπονητή και αποφάσισε να παίξει στα σίγουρα. Διαπίστωσε την τεράστια αδυναμία διαπραγματευτικής ικανότητας στο να πείσουν έναν σοβαρό ευρωπαίο τεχνικό να δει θετικά το σχέδιο της ΑΕΚ (και σε αυτό δεν μπορεί να αποδίδονται ευθύνες μόνο στους Ντε Μπαρτόλο – Μιλοβάνοβιτς αλλά εξίσου και στον Μπάγεβιτς) και γύρισε το διακόπτη.
Ο φόβος για ένα νέο επικοινωνιακό αλλά πρωτίστως ουσιαστικό (καθώς η προετοιμασία της Ένωσης ξεκινά σε 18 ημέρες από σήμερα) φιάσκο, τον εξώθησε σε μια λύση που αρχικά και ο ίδιος είχε απορρίψει στο μυαλό του αλλά και σε παλιές εσωτερικές συζητήσεις. Η σκέψη και μόνο ότι ο επόμενος Μοντανιέ θα έπραττε τα ίδια έχοντας απέναντί του άτομα με δυσκολία πειθούς γι αυτό που η ΑΕΚ θέλει να ακολουθήσει, τον οδήγησε στο μονοπάτι τη ασφάλειας. Τουλάχιστον με τον Τιμούρ αισθάνεται ότι οι τρεις προαναφερθέντες μπορούν να τα βγάλουν πέρα.
Ασφαλώς αυτός δεν αποκαλείται σοβαρός προπονητικός σχεδιασμός. Από τον Γάλλο που επελέγη για το μοντέρνο ποδόσφαιρο, στον Γεωργιανό που φέρνει σε φιλοσοφία περισσότερο προς στον Πογέτ. Ενδιάμεσα δε, οι Χεμεθ και Φινκ μόνο με ενθουσιασμό δεν είχαν αντιμετωπίσει την προσέγγιση της Ενωσης, όχι από οικονομικής πλευράς, όσο από το σχέδιο που τους παρουσιάστηκε και τους ήταν δυσνόητο! Ακόμα και ο «κομμένος» Αρουαμπαρένα, φεύγοντας από την Ελλάδα έλεγε ότι υπάρχουν πολλές αντιφάσεις στα όσα οι Μπάγεβιτς, Ντε Μπαρτόλο και Μιλοβάνοβιτς του είπαν. Κοινώς μία ασυνεννοησία…
Η ευκαιρία του Τιμούρ
Ασφαλώς για όλα τα προαναφερθέντα, ο Κετσπάγια ουδεμία ευθύνη φέρει. Και είναι άδικο για εκείνον να αντιμετωπίζεται με καχυποψία και αίσθημα δεδομένης αποτυχίας. Μέσα από την 12ετη προπονητική πορεία του, γνωρίζουμε πάνω – κάτω τι μπορούμε να περιμένουμε από εκείνον. Και σίγουρα δεν είναι του πεταματού. Αναλογίζομαι ότι ο μέσος οπαδός περίμενε έναν πολύ πιο αναγνωρισμένο και καταξιωμένο τεχνικό, όμως και ο Τιμούρ δεν είναι της σειράς.
Η ΑΕΚ θα γίνει μια συμπαγής ομάδα, θα τρέχει πολύ και θα είναι δυσκολοκατάβλητη. Το ωραίο ποδόσφαιρο θα περάσει ωστόσο σε δεύτερη μοίρα, διότι δεν υπήρξε ομάδα του Κετσπάγια η οποία να ήταν ελκυστική στο μάτι. Γνωρίζει όμως από ευρωπαϊκές προκλήσεις (και κατ’ επέκταση προκρίσεις) και τη δεδομένη χρονική στιγμή, είναι μια λύση που παρέχει την ασφάλεια που απαιτείται ώστε στο μικρό χρονικό διάστημα που απομένει, ένεκα των ερασιτεχνισμών και του κάκιστου σχεδιασμού που προηγήθηκαν, να αποκτήσει η ομάδα μια ταυτότητα.
Η σελίδα γύρισε πλέον και ο προπονητής της Ένωσης θα είναι αυτός. Ασχέτως με την έκδηλη και εντόνως εκδηλωθείσα απογοήτευση για το πως κύλησαν τα πράγματα στο θέμα αυτό, η ΑΕΚ έχει ξανά στις τάξεις της έναν άνθρωπο που θα τη σεβαστεί και θα πολεμήσει πολύ για να ανταποκριθεί στις μεγάλες απαιτήσεις της.
Ο οποίος θα εργαστεί σκληρά θα επιβάλλει πειθαρχία, θα δώσει τη μάχη του για να γυρίσει το παιχνίδι και να κερδίσει εμπιστοσύνη. Η συνεννόηση με τον Μπάγεβιτς είναι ένα καλό νέο διότι όπως και να το κάνουμε, η παράμετρος αυτή αποτελεί βασικό κριτήριο βάσει των υπαρχουσών συνθηκών για τη σωστή λειτουργία του ποδοσφαιρικού τμήματος. Ας τον κρίνουμε στο γήπεδο λοιπόν..
πηγή: sport24.gr