Όταν ζούσα στη Ρώμη είχα γνωρίσει τον Λορέντσο Τσεκανέζε. Όχι δεν ήταν ούτε λογοτέχνης, ούτε διανοούμενος, ούτε επιχειρηματίας ή έστω μεγάλος και τρομερός γιατρός. Είχε μια πιτσαρία στην γειτονιά που έμεινα – για την ακρίβεια επειδή ο άνθρωπος είχε περάσει τα 65 όταν τον γνώρισα, την πιτσαρία την είχαν τα παιδιά του. Αυτός, ένας άνθρωπος πολύ αδύνατος, λίγο τραχύς και εμφανισιακά μικρότερος από την ηλικία του, πήγαινε στο μαγαζί κάποια βράδια για να πιεί ένα κρασί καθισμένος σε ένα τραπεζάκι δίπλα στο ταμείο, σχεδόν πάντα μόνος του. Δεν είχε κάνει και πολλά στη ζωή του, απλά είπε στα παιδιά το μυστικό για να κάνουν καλή πίτσα. Είχε όμως υπηρετήσει στο αλβανικό μέτωπο και είχε πολεμήσει κόντρα στους Ελληνες το 40. Η εμπειρία αυτή του είχε μείνει αξέχαστη. Όταν πρωτοάκουσε ότι είμαι Ελληνας, θυμάμαι πως με την ρωμαϊκή προφορά του είχε εκφράσει όλο το θαυμασμό του με τη φράση «Αmazza, come sono forti I Greci», δηλαδή «έχω καταλάβει, πόσο δυνατοί είναι οι Ελληνες». Το έλεγε διαπιστωτικά και όχι κολακευτικά – άλλωστε τι σχέση είχα εγώ με τους Ελληνες του 40;
Μπήκαν οι Γερμανοί στο ματς
Ηταν πάντα αστείο να μιλάς με τους Ιταλούς για τον πόλεμο του 1940. Πρώτα από όλα γιατί όλοι ισχυρίζονται ότι κέρδισαν αυτοί. Βεβαίως παραδέχονται ότι δυσκολεύτηκαν πολύ στο πρώτο ημίχρονο (σε κάθε συζήτηση καταλήγαμε στο τέλος να μιλάμε με όρους ποδοσφαιρικούς…) και ότι για να κερδίσουν έπρεπε να μπουν κάποια στιγμή οι Γερμανοί στο παιγνίδι – ποτέ στο Καμπιονάτο άλλωστε δεν είχαν πρόβλημα με τους ξένους και πάντα καλούς ξένους ήθελαν για να καθαρίζουν για πάρτη τους. Ωστόσο κέρδισαν λένε και ως εκ τούτου δεν καταλαβαίνουν και πολύ τι ακριβώς γιορτάζουμε την 28η Οκτωβρίου. Κάποτε εξηγούσα σε ένα συμφοιτητή μου ότι εμείς γιορτάζουμε το ότι δεν τους αφήσαμε να περάσουν και ότι κάναμε και προέλαση στην Αλβανία. «Και τι διάβολο να την κάνουμε την Αλβανία εμείς;» με ρώτησε. Του εξήγησα ότι εκεί είχαμε αναμετρηθεί. Συμφωνήσαμε πως σε ουδέτερο γήπεδο μπορεί να προκύψει οποιοδήποτε αποτέλεσμα, ειδικά αν ο αντίπαλος παίξει άμυνα και αντεπιθέσεις. Και ότι δεν τους έφταιγε η διαιτησία.
Ο στρατηγός Μπαντόλιο
Οι Ιταλοί δεν είναι ιδιαιτέρως περήφανοι πάντως ούτε για τη συμμετοχή τους στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, ούτε φυσικά για την επίθεση στην Ελλάδα. Για όλα αυτά στα σχολεία τους μαθαίνουν ελάχιστα – και είναι λογικό. Όταν μιλάς με κάποιον που μια ιδέα για το τι έγινε την έχει σου λέει πάντα πως ο στρατηγός Μπαντόλιο, όταν ο Μουσολίνι του είπε ότι θα επιτεθούν στην Ελλάδα, του είπε όχι. Αυτό το «ma Βantoglio dice no», δηλαδή «ο Μπαντόλιο είπε όχι», το τονίζουν κυρίως για να δείξουν ότι υπήρχε ένας Ιταλός και μάλιστα στρατηγός, που είχε πάρει τις αποστάσεις του – όποιος θεωρεί ότι εκείνη η επίθεση ήταν μια κουταμάρα αναφέρει τον στρατηγό Μπαντόλιο ως ένα είδος εκφραστή ενός εθνικού άλλοθι: το κάνουν λίγοι αλλά όχι τυχαία, αφού ο στρατηγός Μπαντόλιο αργότερα στράφηκε κατά του Μουσολίνι και για τους φασίστες είναι κόκκινο πανί. Σημειωτέων ότι και όλοι οι ιταλοί φασίστες που έχω γνωρίσει, θεωρούν ότι ένα από τα λίγα λάθη του Ντούτσε είναι ότι επιτέθηκε στην Ελλάδα και ότι κατέλαβε την Αλβανία. Οι πολλοί ψαγμένοι λένε ότι στα βουνά της Πίνδου κόλλησαν τα τανκς τους, ότι οι στρατηγοί τους δεν είχαν καταλάβει ότι ο ελληνικός στρατός αποτελούνταν κυρίως από Ηπειρώτες που ήξεραν καλά την περιοχή, ότι δεν έπρεπε να τα βάλουν με τους Ελληνες γιατί οι Έλληνες πολεμούσαν διαρκώς τα προηγούμενα σαράντα χρόνια. Πάντα έβρισκα ενδιαφέρον ότι όποιος την ιστορία λίγο την ήξερε, ακόμα κι αν την αφηγούνταν από την πλευρά του Ντούτσε, έψαχνε να βρει δικαιολογίες μιας ήττας, ενώ σου έλεγε «κερδίσαμε». Οι πιο πολλοί πάντως Ιταλοί αντιμετωπίζουν τον πόλεμο με την Ελλάδα με την ελαφρότητα που τον παρουσίασε ο Γκαμπριέλ Σαλβατότε στο Mediterraneo, που κι αυτός στις μνήμες κάποιου παππού είχε βασίσει το σενάριο. Φυσικά υποπτεύονται ότι ως στρατός κατοχής σε κάποια μέρη έκαναν και φρικτά πράγματα, αλλά θέλουν να πιστεύουν πως άφησαν πίσω κορίτσια που τους αγάπησαν και φίλους με τους οποίους αργότερα έκαναν διακοπές. Οι Γερμανοί, συμφωνούν όλοι, ήταν άλλο πράγμα.
Γιατί όχι την Απελευθέρωση
Αν εμείς δεν καταλαβαίνουμε πως οι Ιταλοί δηλώνουν πως κέρδισαν χωρίς να έχουν επικρατήσει ούτε σε μια μάχη στο αλβανικό μέτωπο, οι Ιταλοί αναρωτιούνται πως γίνεται εμείς να είμαστε οι μόνοι στην Ευρώπη που γιορτάζουμε την αρχή του πολέμου και όχι το τέλος του, όπως παντού συμβαίνει. Ομολογώ ότι μου ήταν πάντα δύσκολο να τους εξηγήσω πως μετά την απελευθέρωση σκοτωθήκαμε μεταξύ μας και ότι αν δεν γιορτάζουμε το τέλος του πολέμου είναι γιατί αυτό μας θυμίζει ότι ξεκίνησε ένας άλλος, δηλαδή ο εμφύλιος. Προτιμούσα πάντα να τους λέω ότι οι Ελληνες από ιδιοσυγκρασία είμαστε έτσι: μας αρέσουν οι πρόλογοι πιο πολύ από τους επιλόγους, θυμόμαστε σχεδόν πάντα πως άρχισαν όλα αλλά όχι πως τελείωσαν, προτιμάμε να κάνουμε σχέδια κι όχι απολογισμούς. Προτιμούσα να τους λέω ότι στην Ελλάδα η προσμονή του ματς είναι πιο διασκεδαστική από τον αγώνα τον ίδιο, ότι εδώ την κάθε προεκλογική περίοδο ακολουθεί μια μετεκλογική απογοήτευση, ότι αυτός που είπε ότι «η αρχή είναι το ήμισυ του παντός» δεν είναι τυχαίο πως ήταν Ελληνας φιλόσοφος. Τους έλεγα ότι δεν έχουμε τίποτα προσωπικό μαζί τους και ότι και στην άλλη μας εθνική γιορτή πάλι την αρχή της ελληνικής επανάστασης γιορτάζουμε κι όχι το τέλος της. Οι Ιταλοί, ως σωστοί καθολικοί, πάντα θεωρούσαν πιο σημαντικό το τέλος, αφού ακολουθεί πάντα η κρίση – το καταλαβαίνεις και στα ματς της Σκουάντρα Ατζούρα αυτό.
Θα γιόρταζε αυτός
Ο Λορέντσο Τσεκανέζε μου έλεγε πάντα ότι δεν σκότωσε ποτέ κανένα Ελληνα στο αλβανικό μέτωπο: δεν ξέρω αν είναι αλήθεια, αλλά το έλεγε με την ειλικρίνεια ενός ανθρώπου που το πιστεύει. Μου έλεγε ότι μετά την είσοδο του ιταλικού στρατού στην Ελλάδα αυτός τοποθετήθηκε στη φρουρά της Ζακύνθου και ολοκλήρωσε τη θητεία του σχετικά ήσυχα, αλλά, αντίθετα από τους ήρωες του Mediterraneo δεν είχε ξαναπάει από τότε στην Ελλάδα. Στο μυαλό του ήταν πάντα ωραία, αντίθετα από την Αλβανία που τη θυμότανε ως τόπο σκληρό και δύσκολο. Δεν ήθελε ν ακούει για τον Ντούτσε, που «εξαιτίας του πέθαναν ένα σωρό παιδιά» και τον υποστήριζαν μόνο «αυτοί που είχαν μείνει πίσω και δούλευαν στα γραφεία». Ο ίδιος ήταν «με το στρατηγό Μπαντόλιο που είπε όχι». Αν η θέση του στρατηγού είχε γίνει δεκτή από το Ντούτσε, εμείς δεν θα γιορτάζαμε το «όχι». Αυτός, πίνοντας ένα κρασί δίπλα στον ξυλοφούρνο, θα το γιόρταζε σίγουρα…
πηγή: karpetshow.gr