H πρόσληψη του Ζοσέ Μουρίνιο από την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ έρχεται πάνω σε μια στιγμή που οι αναλυτές του ποδοσφαίρου κατέγραφαν την αλλαγή στην τάση, στην επικρατούσα αντίληψη για την ιδανική επιλογή προπονητή από έναν σύλλογο που κάνει πρωταθλητισμό στα μεγάλα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα και στο Champions League. Η παρουσία του Ντιέγκο Σιμεόνε και του Ζινεντίν Ζιντάν στους πάγκους του αυριανού τελικού, που εγγυάται ότι το τρόπαιο θα σηκώσει στα χέρια του ένας προπονητής που υπήρξε σταρ ως ποδοσφαιριστής στάθηκε αφορμή και λόγος μαζί για την πυροδότηση της κουβέντας που βασίζεται στη διαπίστωση ότι το Champions League πηγαίνει τα τελευταία 6 χρόνια μόνο σε χέρια προπονητών οι οποίοι είχαν προϋπάρξει ποδοσφαιριστές της ελίτ. Της κουβέντας του ισχυρισμού ότι αποτελεσματικοί στους μεγάλους πάγκους είναι μόνο οι πρώην μεγάλοι ή έστω σημαντικοί ποδοσφαιριστές.
Πιθανόν αυτή η κουβέντα να μην είχε ανοίξει ή να μην γνώριζε μεγάλη απήχηση στις μέρες μας αν δεν είχε προηγηθεί η παταγώδης αποτυχία του Ράφα Μπενίτεθ στη Ρεάλ, με βασική εξήγηση το ότι οι σταρ της Ρεάλ δεν δέχονταν να ακούσουν συμβουλές για τα χτυπήματα της μπάλας από κάποιον που δεν ήξερε να κάνει “μαγικά” με αυτή.
Περίπου 12 χρόνια πίσω ήταν ο Μουρίνιο αυτός που ξεκίνησε να δημιουργεί το ρεύμα υπέρ της πρόσληψης θεωρητικών/πανεπιστημιακών του ποδοσφαίρου σε σημαντικούς πάγκους χάρη στην κατάκτηση του Champions League με την Πόρτο, το 2004. Η δική του επιτυχία έγινε το επιχείρημα που τεκμηρίωνε τον ισχυρισμό ότι οι προπονητές που βγαίνουν μέσα από σπουδές σε πανεπιστήμια μπορούν να αποδεικνύονται εξίσου ή και πιο αποτελεσματικοί από τους εμπειρικούς ή αυτούς που έβρισκαν δουλειές σε λαμπερούς πάγκους επειδή εξαργύρωναν μέρος της υπεραξίας που είχαν δημιουργήσει από τον καιρό που φορούσαν ποδοσφαιρικά παπούτσια. Η κατάκτηση του Champions League από την Λίβερπουλ του Ράφα Μπενίτεθ το 2005 και η νέα κατάκτηση του τροπαίου από τον Μουρίνιο το 2010 λειτουργούσαν υπέρ των “θεωρητικών” προπονητών.
Αύριο όμως συμπληρώνονται έξι χρόνια κατά των οποίων τη διάρκεια το τρόπαιο πηγαίνει στα χέρια μόνο προπονητών που προϋπήρξαν σημαντικοί ποδοσφαιριστές (Γκουαρδιόλα, Ντι Ματέο, Χάινκες, Αντσελότι, Λουίς Ενρίκε, Ζιντάν ή Σιμεόνε). Κι αυτό συμβαίνει σε μια στιγμή που τόσο οι ποδοσφαιριστές της Ατλέτικο όσο και αυτοί της Ρεάλ στέκονται πολύ στο πόσο σημαντικό ρόλο παίζει στην “πειθώ” των προπονητών τους το γεγονός της αποδοχής που τυγχάνει στα μάτια τους το ποδοσφαιρικό παρελθόν τους. Οι ποδοσφαιριστές δηλώνουν ότι δίνουν μεγαλύτερη αξία στα λόγια ενός προπονητή που “το έχει κάνει, έχει πετύχει” ως ποδοσφαιριστής. Αλλοι εμπνέονται περισσότερο, άλλοι “αναγκάζονται” να δείξουν σεβασμό, άλλοι απλώς δεν τολμούν να αμφισβητήσουν τον λόγο κάποιου που προϋπήρξε σημαντικός ποδοσφαιριστής.
Ανάμεσα στα πρώτα λόγια των “προγραμματικών δηλώσεών του” ο Ζοσέ Μουρίνιο έβαλε την “είμαι στην καλύτερη στιγμή της καριέρας μου” κουβέντα. Οχι τυχαία, όπως άλλωστε διδάσκει η ιστορία ενός προπονητή που έχτισε την καριέρα του – και – πάνω στην επικοινωνία και στον δημόσιο λόγο του. Στα 53 του έχει προφανώς πολλές προκλήσεις ακόμη. Αλλωστε δεν είναι μεγάλη ούτε η προπονητική ηλικία του, των 16 ετών σε πάγκους. Θεωρητικώς έχει κάθε λόγο να πιστεύει ότι τώρα διανύει “τα καλύτερά του” χρόνια στην προπονητική. Και δεν πάει, άλλωστε, καιρός από την τελευταία επιτυχημένη του φορά, δεδομένου ότι πέρσι τέτοια εποχή κυκλοφορούσε με το μετάλλιο του πρωταθλητή της Premier League.
Η φθορά που προκάλεσε όμως η ελεύθερη πτώση της Τσέλσι στο brand name του ήταν μεγάλη. Εδειξε για πρώτη φορά ανήμπορος, ανίκανος να ξανασηκωθεί και να ξαναγίνει αποτελεσματικός. Ηταν τέτοια η φθορά, που τον ανάγκασε να περιμένει, όντας περίπου εγκλωβισμένος και αδειανός από άλλες top επιλογές, την διοίκηση της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ να αποφασίσει αν θα ξεμπερδέψει με τον Λουίς Φαν Χάαλ για χάρη του. Στο ποδόσφαιρο, όπως άλλωστε και στη ζωή, ποτέ δεν λες ποτέ.
Στη στιγμή που συζητάμε όμως ο Ζοσέ Μουρίνιο κρατά και τυπικά από σήμερα την τελευταία μεγάλη ευκαιρία του να παραμείνει στην ελίτ. Διότι μια αποτυχία κατά το πρώτο έτος του στη Γιουνάιτεντ θα λειτουργήσει ως σαφής ένδειξη ότι δεν ήταν τυχαίο το στραπάτσο με την Τσέλσι. Κι αν αυτό του συμβεί στην εποχή που μικραίνει ο αριθμός των top clubs που θα σκέφτονταν μια συνεργασία μαζί του, ο Μουρίνιο θα δυσκολευτεί να παραμείνει διεκδικητής του Champions League. Αν αυτό συμβεί στον Μουρίνιο, τον πιο επιτυχημένο εκ των “πανεπιστημιακών”, η αντίληψη ότι στους μεγάλους πάγκους πρέπει να κάθονται μόνο επιτυχημένοι και σημαντικοί πρώην ποδοσφαιριστές θα παγιωθεί.
πηγή: gazetta.gr