Στις 19 Δεκεμβρίου 2009, ο Πεπ Γκουαρντιόλα στάθηκε στη μέση του Zayed Sports City Stadium στο Αμπού Ντάμπι και έκλαψε. Ο 38χρονος προπονητής της Μπαρτσελόνα έβαλε το χέρι του μπροστά στο πρόσωπό του, καθώς το σώμα του τραντάζονταν από τους λυγμούς. Ο Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς, ο Σουηδός επιθετικός της ομάδας, πέρασε ένα χέρι γεμάτο τατουάζ γύρω από το λαιμό του και έπειτα τον έσπρωξε, προσπαθώντας να τον συνεφέρει. Αλλά ο Γκουαρντιόλα δεν μπορούσε να σταματήσει.
Ήταν ένα παράξενο μέρος για να καταρρεύσει ο πιο διάσημος προπονητής ποδοσφαίρου στον κόσμο: Η Μπαρτσελόνα είχε μόλις κερδίσει ένα παιχνίδι που λίγοι άνθρωποι παρακολούθησαν στην τηλεόραση, και είχε εξασφαλίσει έναν από τους πιο αδιάφορους τίτλους του ποδοσφαίρου: το Παγκόσμιο Κύπελλο συλλόγων της FIFA. Αλλά η νίκη αυτή εξασφάλισε ένα απίστευτο ρεκόρ: Η Μπαρτσελόνα είχε κερδίσει τους έξι τίτλους που ήταν διαθέσιμοι σε οποιοδήποτε σύλλογο μέσα σε ένα χρόνο. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο ο Πεπ έκλαιγε.
Πίσω στην Βαρκελώνη ήταν μία γλυκόπικρη στιγμή για τον Φεράν Σοριάνο. Ο γιος μιας κομμώτριας, από την εργατική τάξη του προαστίου του Πομπλένο, ο Σοριάνο είχε γίνει ένα από τα κορυφαία στελέχη του συλλόγου και είχε βοηθήσει να οικοδομηθεί αυτό που τώρα μπορεί να ισχυριστεί ότι ήταν η μεγαλύτερη ποδοσφαιρική ομάδα που είχε δει ποτέ ο κόσμος. «Ήμουν χαρούμενος, αλλά ήταν επίσης οδυνηρό να μην είμαι εκεί όταν η ομάδα έφτασε στο αποκορύφωμά της», δήλωσε στον Guardian.
Ο Σοριάνο επέβλεπε τα οικονομικά της Μπαρτσελόνα για πέντε χρόνια, μέχρι το 2008 κι ένα μεγάλο μέρος του ρεκόρ της ομάδας οφείλονταν στις ιδέες που είχε αναπτύξει μετά από μια πολιτική εκστρατεία, που είχε σκοπό να φέρει στην εξουσία μια νέα ομάδα στο διοικητικό συμβούλιο το 2003. Είχε γράψει ακόμη και ένα βιβλίο, La Pelota no entra por azar («Η μπάλα δεν μπαίνει τυχαία»), στην οποία ισχυρίζονταν ότι η επιτυχία της Μπαρτσελόνα και κατά συνέπεια, το ρεκόρ, ήταν το αποτέλεσμα της καλής, δημιουργικής διαχείρισης της επιχείρησης.
Ο βάρβαρος π εκλογικός αγώνας που διεξάγονταν όμως στον σύλλογο τον οδήγησε να παραιτηθεί από αυτόν. Πριν από αυτό όμως, είχε δει μια από τις πιο φιλόδοξες ιδέες του, το να δημιουργήσει clubs franchise σε άλλες χώρες, να απορρίπτεται από την Μπαρτσελόνα. Αυτό ήταν ένα «τολμηρό» βήμα για ένα σύλλογο που ανήκει σε 143.000 ψηφοφόρους, σταθερά ριζωμένο στην πόλη τους και την Καταλονία.
Το σχέδιο «clubs Franchices»
Η μεγάλη ιδέα του Σοριάνο όμως πραγματοποιήθηκε τελικά από δύο άντρες που παρακολουθούσαν πολύ προσεκτικά τα δρώμενα στο ποδόσφαιρο τη νύχτα που έκλαιγε με λυγμούς ο Γκουαρντιόλα: Το ένα είναι μέλος της Βασιλικής οικογένειας των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, ο Σεΐχης Μανσουρ Μπιν Ζαγιέντ αλ-Ναχιάν και το άλλο ο Καλντούν αλ Μουμπάρακ, ένας νεαρός υπάλληλος και σύμβουλος της βασιλικής οικογένειας. Με την δική τους στήριξη ο Σοριάνο αλλάζει τώρα την καθιερωμένη τάξη του ποδοσφαίρου με την οικοδόμηση της πρώτης πραγματικά πολυεθνικής εταιρείας. Μιας… Coca-Cola του ποδοσφαίρου.
Αυτή η εταιρεία είναι η City Football Group (CFG). Της ανήκουν ήδη ή είναι συνιδιοκτήτρια σε έξι συλλόγους σε τέσσερις ηπείρους, έχει συμβόλαια με 240 άνδρες επαγγελματίες παίκτες και εικοσιτέσερις γυναίκες. Εκατοντάδες ακόμα επιλεγμένοι προσεκτικά έφηβοι και μικρότερα παιδιά που φιλοδοξούν να παίξουν στις μικρότερες ομάδες της CFG συμπεριλαμβάνονται στην εταιρεία. Η μακροπρόθεσμη φιλοδοξία είναι τεράστια. Η εταιρεία θα κάνει εξονυχιστική έρευνα σε όλο τον κόσμο για παίκτες – διαμορφώνοντας τους σε υπερσύγχρονες ακαδημίες και εκπαιδευτικές εγκαταστάσεις σε διάφορες ηπείρους, πουλώντας τους στην συνέχεια ή στέλνοντας τους καλύτερους στους συλλόγους που ήδη έχουν (και που θα αποκτήσουν) σε περίπου δώδεκα χώρες. Την ίδια στιγμή η ναυαρχίδα αυτού του νέου ποδοσφαιρικού στόλου, η Μάντσεστερ Σίτυ θα συνεχίζει την ήδη εκπληκτική άνοδό της με στόχο να γίνει ο μεγαλύτερος σύλλογος του κόσμου.
Αυτή είναι η ιδέα του Σοριάνο, ή τουλάχιστον μια απλοποιημένη έκδοση ενός πολύπλοκου σχεδίου. Η εταιρία είναι μόλις τεσσάρων ετών, αλλά γίνεται γρήγορα μια από τις πιο ισχυρές δυνάμεις στο αγαπημένο άθλημα του κόσμου. Μια ιδέα που παρακολουθείται με δέος, φθόνο και φόβο από όσους αναρωτιούνται αν θα μπορούσε η Σίτυ να γίνει με αυτόν τον τρόπο τοGoogle ή το Facebook του ποδοσφαίρου.
Σε ένα παιχνίδι που οι κορυφαίοι παίκτες κοστίζουν πάνω από 200 εκατ. ευρώ, τα ματς που μεταδίδονται τηλεοπτικά προσελκύουν εκατοντάδες εκατομμύρια τηλεθεατές και οι ιδιοκτήτες των ομάδων είναι κάποιοι από τους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο, καμία δαπάνη για την αναζήτηση οποιουδήποτε ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος δεν … κόβεται. Μια φορά κι έναν καιρό, τα χρήματα από μόνα τους ήταν αρκετά για να κάνουν τη διαφορά (αν δαπανούνταν με σύνεση), αλλά αυτό δεν συμβαίνει πλέον, εν μέρει επειδή ξοδεύονται τόσα πολλά γύρω από το παιχνίδι.
Το σχέδιο του Σεΐχη
Όταν η Μάντσεστερ Σίτυ κέρδισε την Πρέμιερ Λιγκ το 2012, ο Σεϊχης Μανσούρ κατηγορήθηκε ευρέως ότι «αγόρασε τον τίτλο για ένα δις αγγλικές λίρες» – το χρηματικό ποσό που είχε ξοδέψει στην ομάδα από τότε που την αγόρασε τέσσερα χρόνια νωρίτερα. Ήταν ο τίτλος του πρώτου πρωταθλήματος της Σίτυ σε 44 χρόνια, και μεγάλοι σε ηλικία άντρες έκλαιγαν όταν το γκολ του Αγκουέρο στο προτελευταίο λεπτό του τελευταίου αγώνα της σεζόν τους εξασφάλισε τον τίτλο. Ο Μανσούρ το παρακολουθούσε τηλεοπτικά: είχε πάει μόνο σε έναν αγώνα στο στάδιο Etihad και δεν είχε απολαύσει τη φασαρία που προκάλεσε η επίσκεψή του. Στις ώρες που ακολούθησαν, δέχθηκε 2.500 μηνύματα στο τηλέφωνο του.
Όμως αυτό ήταν επίσης το τέλος μια εποχής. Η ΟΥΕΦΑ θέσπισε καινούργιους κανονισμούς σχεδιασμένοι ώστε να μην επιτρέπουν στις ομάδες να σπαταλούν πολύ περισσότερα χρήματα από αυτά που κερδίζουν. Οι επικριτές του Μανσούρ τον χαρακτήριζαν ως έναν κακομαθημένο χομπίστα κι ακόμα και σήμερα πολλοί αναρωτιούνται σε πιο βαθμό η «προσωπική» του ιδιοκτησία μπορεί να γίνει ένα όργανο της εξουσίας του Αμπου Ντάμπι. Στις λιγοστές δηλώσεις που έχει κάνει όμως δημόσια, επιμένει πως η Σίτυ είναι μια ευφυής μακροπρόθεσμη επένδυση γιατί «ψυχρά επαγγελματικά η Πρέμιερσιπ είναι ένα από τα καλύτερα προϊόντα στον χώρο του θεάματος, παγκοσμίως» όπως έχει πει.
Η φιλοδοξία, λοιπόν, ήταν διπλή: σκόπευε να κερδίσει τόσο στο ποδόσφαιρο, όσο και στις επιχειρήσεις. Αλλά με το … φρένο της ΟΥΕΦΑ, χρειαζόταν κάτι νέο. Θα μπορούσε η Σίτυ να κερδίσει χωρίς να χάσει χρήματα;
City όπως λέμε Walt Disney
Στην πραγματικότητα, όταν η «συμμορία» των έξυπνων νέων επιχειρηματιών του Σοριάνο, ανέλαβε τη Μπαρτσελόνα το 2003, ήταν μια ομάδα που έχανε λεφτά. Ως επικεφαλής οικονομικών, ο Σοριάνο κατάφερε να δώσει τρόπαια και έπειτα να φέρει ακόμα υψηλότερα έσοδα. Είχε κατασκευάσει και πουλούσε μια παγκόσμια επιχείρηση συμβούλων μέχρι την ηλικία των 33 ετών.
Στη Μπαρτσελόνα, όπου αποκαλούνταν το «Panzer(άρμα μάχης)» και «υπολογιστής», ο Σοριάνο είδε επίσης την ομάδα ως κάτι πολύ μεγαλύτερο από ένα κλαμπ της πόλης, ενώ συνειδητοποίησε ότι η ίδια η παγκόσμια ποδοσφαιρική επιχείρηση ήταν έτοιμη να εισέλθει σε μια νέα εποχή. Το 2006, σε μια ομιλία του στο Birkbeck College στο Λονδίνο, παρουσίασε 28 slides με το πρώιμο όραμά του. Χάρη στη φαινομενική ανάπτυξη των παγκόσμιων βάσεων των fan τους, σημείωσε, μεγάλες ομάδες μετατράπηκαν από υποστηρικτές και διοργανωτές «τοπικών εκδηλώσεων, όπως ένα τσίρκο» σε «παγκόσμιες εταιρείες ψυχαγωγίας όπως η Walt Disney». Εάν οι μεγάλοι σύλλογοι εκμεταλλευτούν την ευκαιρία να «κατακτήσουν την ανάπτυξη και να γίνουν παγκόσμια franchises», σύντομα θα ξεχωρίζουν από τους αντιπάλους τους, δημιουργώντας μια νέα, παγκόσμια ελίτ.
Εκείνη την εποχή, ο Σοριάνο δήλωσε απογοητευμένος που βρήκε το αγγλικό ποδόσφαιρο, «υπό κυριαρχία σε ένα μοντέλο στο οποίο προπονητές όπως ο Αρσεν Βενγκέρ και ο Άλεξ Φέργκιουσον διαχειρίζονταν τους δικούς τους συλλόγους», ενώ «το επίπεδο της εννοιολογικής σκέψης του επιχειρηματικού μοντέλου ήταν μηδενικό». Ακόμα και η γλώσσα το έλεγε. «Αποκαλούν τον προπονητή «διευθυντή» (manager), σαν να διευθύνει τα πάντα», έλεγε ο Σοριανό.
Με την απρόσμενη απομάκρυνση του από την Μπαρτσελόνα το 2008, το όνειρο του Σοριάνο να μετατρέψει τον σύλλογο σε ένα παγκόσμιο franchise, με την πρώτη ομάδα δορυφόρο στην Αμερική, εγκαταλείφθηκε. Ο Σοριάνο ανέλαβε να διευθύνει μια αεροπορική εταιρεία, την Spanair. Πέντε χρόνια όμως μετά την ομιλία του στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου κι ενώ ο Μανσούρ αναζητούσε μια άλλη στρατηγική εντός κι εκτός γηπέδου, ο Σοριάνο βρέθηκε τον Οκτώβριο του 2011 να έχει μια πρόταση για την επιστροφή του στον χώρο του ποδοσφαίρου.
Το σχέδιο του Σοριάνο
Αρχικά αρνήθηκε την πρόταση της Σίτυ. Δεν εμπιστεύονταν αυτό που αποκαλούσε «το στερεότυπο του πλούσιου ιδιοκτήτη». Όμως οι δύο πλευρές ανακάλυψαν τελικά πως έβλεπαν τα πράγματα από την ίδια σκοπιά. Αυτό που τους ένωσε τελικά ήταν η φιλοδοξία και η θέληση να προκαλέσουν το status quo. Αποφάσισαν πως μπορούσαν να κάνουν την Μάντσεστερ Σίτυ την κορυφαία ομάδα του πλανήτη, ένας τίτλος που συνήθως πήγαινε στην Ρεάλ, στην Μπαρτσελόνα ή και στην Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ «Και εννοώ, νούμερο ένα, όχι δύο ή τρία», είχε πει ο Σοριάνο.
Η δήλωση αυτή δεν ήταν απλά η φιλοδοξία του και κάτι που λέει κάποιος τυπικά για την ομάδα του. Ο Σοριάνο είχε εντοπίσει εδώ και πολύ καιρό ότι μια μικρή ομάδα των ελίτ συλλόγων θα καταλάμβανε τη νέα παγκόσμια αγορά, αλλά ήθελε επίσης να χτίσει κάτι «πολύ μεγαλύτερο». Οι ποδοσφαιρικοί σύλλογοι, έλεγε, ήταν τεράστια brands, αλλά παράλογα μικρές επιχειρήσεις: «μια ομάδα με παγκόσμια αγορά 500 εκατομμυρίων fans θα μπορούσε να έχει εισόδημα μόλις 500 εκατ. ευρώ. Αυτό είναι ένα ευρώ ανά υποστηρικτή» έλεγε, «το οποίο είναι απολύτως γελοίο».
Αυτό συνέβαινε επειδή οι οπαδοί στην Ινδονησία για παράδειγμα δεν ξόδευαν τίποτα για την ομάδα τους. «Λοιπόν, τι μπορούμε να κάνουμε;» Η απάντηση ήταν αρκετά απλή, ίσως πολύ απλή, αλλά πολύ τολμηρή. «Πρέπει να είμαστε παγκόσμιοι αλλά και τοπικοί. Πρέπει να πάμε στην Ινδονησία και να ανοίξουμε ένα κατάστημα». Περιέγραψε την ιδέα του για μια εταιρεία που θα έχει τόσο παγκόσμιο εμπορικό σήμα – την Μάντσεστερ Σίτυ – όσο και πολλά τοπικά εμπορικά σήματα, αναπτύσσοντας ταλέντα μέσω ενός δικτύου συλλόγων που θα παρέχει επίσης έναν αγωγό παικτών για την Σίτυ. Ήξερε ότι αυτό μπορεί να ακούγονταν υπερβολικό. «Εάν είχα πεί αυτή την ιδέα στην Ρεάλ Μαδρίτης, η απάντηση θα ήταν “είσαι τρελός” κι αυτό ήταν στην πραγματικότητα αυτό που είχε συμβεί στη Μπαρτσελόνα», λέει ο ίδιος.
Όμως η Σίτυ είχε ήδη κάνει μια επανάσταση και ήταν έτοιμη για περισσότερα. Το σχέδιο έβαζε σάρκα στον σκελετό που χτίστηκε με τα εκατομμύρια του Μανσούρ. «Κάθε καλή ιδέα πρέπει να έχει έναν οικοδεσπότη, σωστά; Και ήμασταν ένας μεγάλος οικοδεσπότης», είπε ο Έντελμαν, ο δικηγόρος του Σεΐχη που πλησίασε τον Σοριάνο εκ μέρους του.
Η υλοποίηση του σχεδίου
Ο Σοριάνο ξεκίνησε τη δουλειά του ως Διευθύνων Σύμβουλος της Μάντσεστερ Σίτυ το Σάββατο 1 Σεπτεμβρίου 2012. Δύο μέρες αργότερα, έφτασε στη Νέα Υόρκη για να δημιουργήσει ένα νέο ποδοσφαιρικό σύλλογο. Αυτό σήμαινε την καταβολή 100 εκατ. δολαρίων (85 εκατ. ευρώ) για μια θέση στο Major League Soccer (MLS), το επαγγελματικό πρωτάθλημα των ΗΠΑ και του Καναδά, και την οικοδόμηση μιας ομάδας από το τίποτα. Αναζητώντας έναν τοπικό συνεργάτη, ο Έντελμαν πήγε τελικά τον Σοριάνο για να δει τους Χανκ και τον Χαλ Στέινμπρένερ, ιδιοκτήτες των New York Yankees. Οι δύο αδελφοί είχαν κληρονομήσει την ομάδα του μπέιζμπολ, αλλά ο Χανκ είναι ένας fan του ποδοσφαίρου που έπαιζε στο κολέγιο και προπονούσε την τοπική ομάδα του γυμνασίου.
Ήταν μια από τις πιο γρήγορες συμφωνίες που ο Έντελμαν είχε δει ποτέ να πραγματοποιείται, είπε «περίπου 15 δευτερόλεπτα χρειάστηκαν για να υπάρξει συμφωνία». Οι Αμερικανοί πήραν το 20% της νέας ομάδας και προσέφεραν το γήπεδο ως προσωρινή έδρα. (Είναι ακόμα, αν και χρειάζονται 72 ώρες για να μετατραπεί από ένα γήπεδο μπέιζμπολ σε ένα γήπεδο ποδοσφαίρου.) Η ομάδα, που βαφτίστηκε New York City Football Club, άρχισε να παίζει το 2015. Το Forbes σήμερα υπολογίζει την αξία της στα 275 εκατ. δολάρια. Για τους οπαδούς είναι «NYCFC», ή απλά «Νέα Υόρκη». «Το brand μας είναι τέλειο, επειδή είναι απλά «πόλη» (city) και γνωρίζουμε ότι μπορούμε να προσθέσουμε αυτή τη λέξη σε οποιαδήποτε πόλη», δήλωσε ο Σοριάνο.
Όποιος επισκεφτεί για πρώτη φορά τα γραφεία του Etihad θα διαπιστώσει πως ο τοίχος πίσω από την ρεσεψιόν αναφέρει τα ονόματα κι άλλων «City», όπως για παράδειγμα της NYCFC και δύο άλλων συλλόγων: της Μελβούρνης και της Yokohama F Marinos, μιας ιαπωνικής ομάδας στην οποία η CFG κατέχει μερίδιο μειοψηφίας. Η Μελβούρνη ιδρύθηκε το 2009. Το περασμένο καλοκαίρι κέρδισε το πρώτο μεγάλο τρόπαιο της, μόλις δύο χρόνια μετά την αγορά της από τη Σίτυ, όταν άλλαξε το όνομά της, αλλά και τα χρώματα της σε μπλε. «Είναι σαν να είσαι μια νεοσύστατη εταιρεία τεχνολογίας και η Apple να σε αγοράζει», έλεγε ο Σκοτ Μαν, ιδρυτής της ομάδας. Η Σίτυ σε αυτή την αναλογία, θα γίνει η Silicon Valley του ποδοσφαίρου.
Οι μικρές… City
Τον περασμένο Μάιο, στον τοίχο πίσω από τη ρεσεψιόν προστέθηκε ένα ακόμα όνομα: αυτή τη φορά μιας ομάδας από την Ουρουγουάη, της Atletico Torque. Μια ομάδα δεύτερης κατηγορίας που ιδρύθηκε το 2007 και έγινε επαγγελματική το 2012. Στην ετήσια συνάντηση του προσωπικού της εταιρείας τον Μάιο ένας εκπρόσωπος από το νέο Franchise ξεκίνησε την παρουσίασή του με χάρτη της Νότιας Αμερικής και ένα μεγάλο βέλος που έδειχνε προς την Ουρουγουάη. «Κανείς δεν ξέρει τι είναι η Torque. Κανείς δεν ξέρει πού είναι η Torque», παραδέχθηκε, μόνο μισό-αστεία. (Βρίσκεται στην πρωτεύουσα της Ουρουγουάης, Μοντεβιδέο.)
«Σε αυτό το δωμάτιο έχουμε τόσους ανθρώπους όσους πηγαίνουν σε έναν αγώνα της Torque» συμπλήρωσε. Η φιλοδοξία ωστόσο ήταν η ομάδα να φτάσει στην πρώτη κατηγορία, να τερματίσει στην πρώτη τετράδα και να προκριθεί ώστε να δίνει αγώνες σε ολόκληρη την ήπειρο. Κι αυτό σε μια χώρα που παράγει παίκτες παγκόσμιας κλάσης όπως ο Λουίς Σουάρεζ της Μπαρτσελόνα ή ο Εντινσον Καβάνι της Παρί Σεν Ζερμέν. Ο σύλλογος στόχευσε επίσης στο να «αποκτήσει παίκτες από όλη τη Νότια Αμερική». Το τελευταίο ήταν το αποτέλεσμα μιας ψυχρής στατιστικής ανάλυσης, η οποία είχε αποκαλύψει ότι η Ουρουγουάη ήταν ο μεγαλύτερος εξαγωγέας επαγγελματιών ποδοσφαιριστών ανά κάτοικο – μια εκπληκτική επιχείρηση αξίας 25 εκατ. δολαρίων το χρόνο. Κι αυτό συνέβαινε παρά το γεγονός ότι πολλές μικρές ομάδες συχνά πωλούσαν ταλαντούχους παίκτες φτηνά όταν ήταν ακόμα έφηβοι. «Είναι εκπληκτικό,» είχε πει ο Σοριάνο. «Είμαστε μεγάλη ομάδα, και μπορούμε να τους κρατήσουμε περισσότερο, καθιστώντας τους ακόμα πιο πολύτιμους».
Τον Ιούλιο έκλεισε ακόμα μια συμφωνία. Για 3,5 εκατ. ευρώ η Σίτυ αγόρασε το 44% της Χιρόνα, μιας ομάδας της Ισπανίας. Αυτό ήταν ένα πολύ μεγαλύτερο… ψάρι. «Όταν συμφωνήσαμε την τιμή πέρυσι, βρισκόταν στη δεύτερη κατηγορία. Τώρα είναι στην πρώτη», λέει ο Σοριάνο καμαρώνοντας. Στις 29 Οκτωβρίου, με τη βοήθεια των παικτών που δανείστηκαν από τη Μάντσεστερ Σίτυ, η νεοαποκτηθείσα ομάδα κέρδισε την Ρεάλ Μαδρίτης στην πρώτη τους αναμέτρηση.
Την ίδια στιγμή η εισροή μετρητών από την CFG, αλλά και της τεχνογνωσίας είχε ακόμη πιο δραματική επίδραση στη Torque. Τον περασμένο μήνα κατέληξε στην κορυφή της δεύτερης κατηγορίας της Ουρουγουάης, που σημαίνει ότι έχει ήδη κατακτήσει την άνοδο μόλις έξι μήνες μετά την αγορά της.
Η επόμενη μέρα
Η απόκτηση του Πεπ Γκουαρντιόλα ήταν επίσης μέρος του σχεδίου του Σοριάνο γιατί πολύ απλά «είναι ο καλύτερος προπονητής στον κόσμο» όπως λέει. Ο Γκουαρντιόλα το μόνο που έχει να κάνει για να βοηθήσει στο επιχειρηματικό σχέδιο της Σίτυ είναι να κερδίζει τουλάχιστον έναν τίτλο ανά σεζόν, ώστε να διατηρείται η ομάδα στην «ελίτ».
Ο Σοριάνο είναι πεπεισμένος ότι το ποδόσφαιρο θα γίνει τελικά το μεγαλύτερο άθλημα σε όλες τις χώρες του κόσμου , συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ινδίας. Πόσο μακριά θα πάει η CFG; «Είμαστε ανοιχτοί. Στην Αφρική έχουμε μια σχέση με μια ακαδημία στην Γκάνα. Και ερευνούμε ευκαιρίες στη Νότια Αφρική», είπε. Η CFG έχει ήδη στενή σχέση με την Ατλέτικο Βενεζουέλας στο Καράκας. Ο Σοριάνο ανέφερε επίσης τη Μαλαισία και το Βιετνάμ. Το όριο, όπως πρότεινε, ήταν δύο ή τρεις λέσχες ανά ήπειρο. Αλλά η επόμενη μεγάλη αγορά μπορεί να είναι στην Κίνα, όπου η ομάδα «ψάχνει ενεργά» για να αγοράσει ένα κλαμπ.
Τον Οκτώβριο του 2015, ο πρόεδρος της Κίνας, Ξι Τσινπίνγκ, επισκέφθηκε το στάδιο Etihad. Δύο μήνες αργότερα, Κινέζοι επενδυτές αγόρασαν το 13% της CFG για 400 εκατ. δολάρια, εκτιμώντας το σύνολο σε 3 δισ. δολάρια. Ο Σοριάνο παρακολουθεί την εξέλιξη του κινεζικού ποδοσφαίρου, από τότε που έφτασε στο Μάντσεστερ. «Η αγορά είναι τώρα πιο ορθολογική και το πρωτάθλημα είναι πιο δομημένο», λέει.
Ο Ξι θέλει η Κίνα να δημιουργήσει 50.000 ειδικά «σχολεία ποδοσφαίρου» μέσα σε 10 χρόνια και να ετοιμάσει 140.000 γήπεδα. Ο Σοριάνο βλέπει την ευκαιρία να διδάξει ποδόσφαιρο σε εκατομμύρια παιδιά, ώστε να βοηθήσει την επιχείρηση της Μάντσεστερ Σίτυ.
Η CFG είναι ο μοναδικός ιδιοκτήτης που έχει συνειδητά δημιουργήσει μια ενιαία εταιρική κουλτούρα σε όλο τον κόσμο, η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις επεκτείνεται ακόμα και στις ίδιες, μπλε εμφανίσεις. Το γεγονός αυτό θεωρείται από κάποιους ως πρωταρχικό παράδειγμα του τι έχουν ονομάσει οι σύμβουλοι «glocalisation» – μια έννοια που προϋποθέτει τη λήψη ενός παγκόσμιου προϊόντος και την προσαρμογή στις τοπικές αγορές. «Ένας οπαδός της Χιρόνα ή της Νέας Υόρκης θα γίνει σίγουρα και οπαδός της Σίτυ».
Αυτό σημαίνει επίσης ότι η διαφήμιση για τη Nissan, τη SAP και τη Wix που εμφανίζεται στο στάδιο Etihad στο Μάντσεστερ θα αναπαραχθεί στη Μελβούρνη ή τη Νέα Υόρκη – και ότι οι παίκτες από τις ΗΠΑ ή την Αυστραλία θα μπορούν να ταξιδεύουν όταν τελειώνουν τη σεζόν στο πιο προηγμένο κέντρο κατάρτισης παγκοσμίως, χτισμένο σε 34 εκτάρια γης δίπλα στο Etihad και εξοπλισμένο με εκλεπτυσμένα όργανα όπως υπερβαρικοί και υποξικοί θάλαμοι που μπορούν να προσομοιώνουν μεγάλο υψόμετρο ή να αυξάνουν τα επίπεδα οξυγόνου στο αίμα.
Δεξαμενή παικτών
Αυτό όμως που ενθουσιάζει ακόμα περισσότερο τους ανθρώπους της Σίτυ είναι η δημιουργία μιας τεράστιας παγκόσμιας δεξαμενής νέων παικτών. «Οι ομάδες έχουν λεφτά για μεταγραφές» λέει ο Σοριάνο «όμως υπάρχει ένας Νεϊμάρ. Ο αριθμός των παικτών που επιθυμούν οι μεγάλες ομάδες είναι περιορισμένος».
«Αυτή είναι μια τυπική πρόκληση “make-or-buy”. Δεν μπορείτε να βρείτε παίκτες στην αγορά, έτσι πρέπει να δημιουργήσετε», είπε «Αυτό σημαίνει ότι δαπανώνται πολλά χρήματα σε ακαδημίες, προπονητές, αλλά και σε μετακινήσεις για νέους παίκτες. Είναι σαν το κεφάλαιο επιχειρηματικού κινδύνου στο ότι εάν επενδύσετε 10 εκατομμύρια το καθένα σε 10 παίκτες, χρειάζεστε μόνο μία περίπτωση από αυτές να πετύχει, για να φέρει πίσω 100 εκατομμύρια».
Επειδή οι ομάδες της Πρέμιερ Λιγκ δεν επιτρέπεται να έχουν δεύτερες ομάδες, ο πρωταρχικός τρόπος για την ανάπτυξη ελπιδοφόρων νεαρών παικτών που δεν είναι έτοιμοι για την μεγάλη ομάδα είναι να τους δανείσουν σε άλλο σύλλογο, συνήθως σε χαμηλότερη κατηγορία. Η Μάντσεστερ Σίτυ, για παράδειγμα, έχει επί του παρόντος δώσει περίπου 20 παίκτες δανεικούς.
Όμως, όταν ένας παίκτης δανείζεται έξω, η μητρική ομάδα χάνει τον έλεγχο της ανάπτυξής του. Στη χειρότερη περίπτωση, αυτό οδηγεί στην καταστροφή των παικτών. Στο ολοκληρωμένο δίκτυο συλλόγων της CFG, όλες οι ομάδες (θεωρητικά) παίζουν το ίδιο στυλ ποδοσφαίρου. «Σε αυτό το σύστημα ελέγχουμε ακριβώς τι κάνουν. Η προπόνηση είναι ακριβώς η ίδια. Το στυλ παιχνιδιού είναι ακριβώς το ίδιο», ανέφερε ο Σοριάνο.
Η θεωρία «όλες οι ομάδες να παίζουν το ίδιο ποδόσφαιρο» ακούγεται εξαιρετική. Είναι όμως εφαρμόσιμη; Ο Πατρίκ Βιεϊρά ανέλαβε να προπονεί την ομάδα της Νέας Υόρκης. Όταν ο πρώην αρχηγός της Άρσεναλ, ο οποίος ολοκλήρωσε την καριέρα του στο Μάντσεστερ, ρωτήθηκε αν η ομάδα του – των οποίων οι μισθοί, σύμφωνα με τους κανόνες MLS, περιορίζονται πολύ κάτω από το επίπεδο της Premier League – παίζει «το ποδόσφαιρο της Σίτυ» ήταν απόλυτα ειλικρινής: «Δεν μπορούμε να παίξουμε το ίδιο ποδόσφαιρο στη Νέα Υόρκη, όπως στο Μάντσεστερ, λόγω των παικτών», είπε.
«Αυτό που έχουμε κοινό είναι μια φιλοσοφία να παίξουμε αυτό που ονομάζουμε “όμορφο ποδόσφαιρο”: το επιθετικό παιχνίδι. Να προσπαθήσουμε να έχουμε κατοχή, να δημιουργήσουμε ευκαιρίες, να επιτύχουμε στόχους και να παίξουμε ελκυστικό ποδόσφαιρο. Το επίπεδο θα είναι διαφορετικό, αλλά η φιλοσοφία προσπαθούμε να είναι η ίδια».
Εάν αυτό το όραμα λειτουργήσει πάντως, οι επιτυχημένοι παίκτες θα μετακινούνται από, για παράδειγμα, την ομάδα της Ουρουγουάης στη Νέα Υόρκη, στη συνέχεια στη Χιρόνα, και στη συνέχεια – τελικά – στη Μάντσεστερ Σίτυ. Η CFG δεν θα τους «έχει», δεδομένου ότι θα ανήκουν σε μεμονωμένους συλλόγους και θα πρέπει να ανταγωνίζονται με εξωτερικούς πλειοδότες και να πληρώνουν τα τέλη μεταγραφής όπου χρειάζεται. Όμως, οι σύλλογοι της CFG θα έχουν εμπιστευτικές πληροφορίες για τους παίκτες, οι οποίοι μπορούν με τη σειρά τους να είναι σίγουροι ότι θα ταιριάζουν με το στυλ σε όλους τους άλλους συλλόγους της CFG, ενώ τα έσοδα από την μεταγραφή θα καταλήγουν πίσω σε ένα ενιαίο εταιρικό pot. Τέτοια είναι για παράδειγμα η περίπτωση του Αυστραλέζου μέσου Ααρον Μούι, ο οποίος εντάχθηκε στην πόλη της Μελβούρνης το 2014 και ήταν ο κορυφαίος παίκτης της χρονιάς στις πρώτες δύο σεζόν του. Η CFG αποφάσισε ότι ο Μούι ήταν αρκετά καλός για να παίξει στην Αγγλία και η Μελβούρνη τον έστειλε στη Μάντσεστερ Σίτι για 425,000 αγγλικές λίρες τον Ιούνιο του 2016. Όμως ο Μούι δεν έπαιξε για την ομάδα αμέσως, αλλά δανείστηκε στην Huddersfield Town, που ήταν τότε ομάδα δεύτερης κατηγορίας.
Αφού τους βοήθησε να κερδίσουν την άνοδο στην Premier League, πωλήθηκε στη συνέχεια στη Huddersfield – για 10 εκατ. λίρες. Η συμφωνία δείχνει πως η CFG μπορεί να εκμεταλλευτεί τους παίκτες για να κερδίσει, ακόμα κι αν ποτέ δεν παίξουν πραγματικά στο Μάντσεστερ. Το κέρδος από τη μία αυτή συναλλαγή, παρεμπιπτόντως, ήταν περίπου 40% περισσότερο από το κόστος αγοράς ολόκληρου του συλλόγου της Μελβούρνης.
Τα προβλήματα
Η CFG μεγαλώνει και ο αντίκτυπος της είναι αισθητός πλέον σε όλο τον κόσμο. Κάτι που προφανώς σε μία μεγάλη μερίδα ανθρώπων του ποδοσφαίρου δεν αρέσει. Ο Χαβιέ Τεμπας για παράδειγμα, ο δικηγόρος που προεδρεύει στην ισπανική La Liga, έκοψε τα φτερά της CFG όταν φέτος το καλοκαίρι κατηγόρησε τη Χιρόνα πως διαστρέβλωσε τις λεπτομέρειες των πέντε παικτών που δανείστηκε από την Σίτυ. Ο σύλλογος αναγκάστηκε να αυξήσει τη λογιστική αξία αυτών των παικτών, ένα μέτρο που, χάρη στο σύστημα του ισπανικού προϋπολογισμού, άφησε τη Χιρόνα με 4% λιγότερα χρήματα για να δαπανήσει για τους μισθούς των παικτών.
Το εγχείρημα του Σοριάνο και της ομάδας του είναι κάτι που μπορεί να αλλάξει την εικόνα και την ιστορία του ποδοσφαίρου. Το μόνο πρόβλημα γι’ αυτούς είναι πως το ποδόσφαιρο είναι ένας επιχειρηματικός χώρος με πολλές ιδιαιτερότητες. Δύσκολα, για παράδειγμα, μια νεοσύστατη ομάδα θα αποκτήσει οπαδούς. Ακόμα κι αν βρίσκεται υπό την «προστασία» της κορυφαίας ομάδας στον κόσμο. Αν όμως πετύχει, τότε το ποδόσφαιρο δεν θα είναι ποτέ πια το ίδιο.
Πηγή πληροφοριών: Guardian