«Όταν ήμουν νέος και αποφάσισα να γίνω προπονητής, δεν είχα πολλά χρήματα. Έτσι, γράφτηκα σε μια σχολή προπονητών που σου μάθαιναν πώς να κερδίζεις το πρωτάθλημα πέντε φορές μέσα σε οκτώ χρόνια. Φυσικά, αν είχα περισσότερα χρήματα, θα πήγαινα σε μία σχολή που θα σου μάθαιναν πώς να κερδίζεις το πρωτάθλημα κάθε χρόνο…»
Αυτή ήταν η απάντηση του Μαρτσέλο Λίπι στους επικριτές του, στα τέλη Μαρτίου το 2004 όταν μίλησαν για το τέλος μίας εποχής μετά την συντριβή της Γιούβε από την Μίλαν, στο πρωτάθλημα.
Tότε, μέσα σε 5 μέρες η Μεγάλη Κυρία, είχε βγει εκτός Ευρώπης και εκτός πρωταθλήματος. Ο Λίπι δεν ήταν κανένας τυχαίος προπονητής, όπως και η Γιούβε που κωουτσάριζε, δεν ήταν τυχαία ομάδα.
Όμως, όλα τα πράγματα στην ζωή, όταν ολοκληρώνουν τον κύκλο τους, παρακμάζουν.
Αυτό ήθελε να πει ο Λίπι.
Εκείνο που δεν ήθελε να πει ή δεν άντεχε να πει ήταν πως δεν είχε το κουράγιο να ενορχηστρώσει και να επιβλέψει την διαδικασία ανανέωσης μίας γερασμένης ομάδας.
Μίας ομάδας που, όμως, ήταν πρωταγωνίστρια και δεν είχε την πολυτέλεια να περιμένει η διαδικασία της ανανέωσης να αποδώσει.
Σε ομάδες αυτού του επιπέδου, η πίεση από τον περίγυρο είναι τόσο μεγάλη που δεν επιτρέπει την πολυτέλεια του wait and see. Η ανανέωση είναι μία διαδικασία που γίνεται «εν κινήσει».
Σαν να αλλάζεις από την αθλητική φόρμα σε κοστούμι ενώ κάνεις ποδήλατο, χωρίς να σταματήσεις.
Στην Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, ο σερ Αλεξ, γνώριζε την διαδικασία τόσο καλά που έδινε την εντύπωση πως την έκανε σχεδιασμένα ενώ ήταν, απλά, φυσικό μέρος των προπονητικών του χαρακτηριστικών και γινόταν αβίαστα.
Μόνο που την τελευταία φορά, άφησε την διαδικασία στην μέση, θεωρώντας πως ο Μόγιες θα μπορούσε να την συνεχίσει.
Οταν ο Μόγιες αποδείχθηκε καπετάνιος αλιευτικού που του ανέθεσαν κρουαζιερόπλοιο, ήταν φυσικό να αντικατασταθεί από κάποιον, όπως ο Φαν Γκαλ που ήξερε από πλοία τέτοιου μεγέθους.
Οχι, όμως και από ναυτικούς περιορισμένης εμπειρίας.
Τι είναι εκείνο που είχε ο Φέργκι που δεν έχουν οι διάδοχοί του;
Το είχε αποκαλύψει σε μία διάλεξη που έδωσε στο Χάρβαρντ, καλεσμένος της καθηγήτριας Ανίτας Ελμπέρσε αφού είχε αποχωρήσει από τον πάγκο των «κόκκινων διαβόλων».
«Οταν έβγαινα στο γήπεδο, έπαιζα για να κερδίσω ακόμη και όταν έλειπαν λόγω τραυματισμού πέντε βασικοί μου ποδοσφαιριστές. Αλλες ομάδες μπορεί να έβρισκαν εμπόδια πριν από το παιχνίδι αλλά αυτό δεν συνέβαινε με μένα. Από την στιγμή που οι παίκτες μου έβγαιναν στο γήπεδο ήμουν πεπεισμένος ότι είχαν προετοιμαστεί σωστά και πως θα έπαιζαν για να κερδίσουν. Κυνηγώ την νίκη γι΄αυτό και ρισκάρω. Αν στο ημίχρονο ήμασταν πίσω στο σκορ, το μήνυμα ήταν «Κανένας πανικός. Μένουμε συγκεντρωμένοι στον στόχο μας, που είναι η νίκη». Αν, για παράδειγμα, ήμασταν ένα γκολ πίσω 15 λεπτά πριν ληξει το ματς, θα έβαζα έναν επιθετικό μέσα γιατί είναι καλύτερο να διεκδικείς τις πιθανότητές σου να νικήσεις με 3-2 παρά να χάσεις με περισσότερα γκολ. Δεν με ενοχλούσε καθόλου να χάσω με 3-1 αν είχα εξαντλήσει τα περιθώρια να πάρω ισοπαλία ή να κερδίσω».
Αυτό ήταν το κλειδί.
Ο Φέργκιουσον δεν φοβόταν την ήττα, στην προσπάθεια να διεκδικήσει την νίκη.
Οι Μόγιες και Φαν Γκαλ τρεμουν την ήττα γιατί δεν μπρούν να την διαχειριστούν.
Ξεχνούν πως μεγάλη ομάδα είναι εκείνη που δεν φοβάται την ήττα.
Και αυτή την νοοτροπία, μόνο προπονητής που την ασπάζεται μπορεί να την μεταδώσει στους παίκτες.
πηγή: www.sdna.gr