«Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, με θυμάμαι να παίζω ποδόσφαιρο. Παντού, και κυρίως στον δρόμο. Εκεί, στον δρόμο, έμαθα κάτι πολύ σημαντικό. Πως να μετατρέπω ένα μειονέκτημα σε πλεονέκτημα. Εκεί κατάλαβα ότι το πεζούλι που έβλεπα μπροστά μου, δεν ήταν πια ένα εμπόδιο για μένα, αλλά πως μπορούσα να το μετατρέψω σε έναν φανταστικό συμπαίκτη και να παίξω μαζί του το ένα-δύο. Κάπως έτσι, και με συμπαίκτη τα κάθε λογής πεζοδρόμια, κατάφερα να εξασκήσω και να βελτιώσω, σε τρομακτικό βαθμό, την τεχνική μου. Όταν η μπάλα αναπηδά σε τόσο διαφορετικές, και άγριες, επιφάνειες, χτυπώντας συγχρόνως σε περίεργες γωνίες, πρέπει να μάθεις να προσαρμόζεσαι πολύ γρήγορα για να την κάνεις δική σου. Στα χρόνια που έπαιξα ποδόσφαιρο όλοι μιλούσαν για την απαράμιλλη τεχνική μου. Οι ρίζες της όμως βρίσκονταν εκεί που μεγάλωσα. Στο δρόμο. Όταν παίζεις στο δρόμο, το πρώτο που δεν θες να συμβεί, είναι να πέσεις κάτω. Αν πέσεις θα πονέσεις. Εγώ δεν πόνεσα ποτέ».
Τα παραπάνω λόγια ανήκουν στον Γιόχαν Κρόιφ και σε αυτά μπορούμε να διακρίνουμε, εκτός της ατομικής τεχνικής, το σημαντικότερο συστατικό της επιτυχίας του Ολλανδικού μοντέλου, από τα 70s, μέχρι και τις μέρες μας. Αυτό φυσικά και δεν είναι άλλο απ’ την ομαδικότητα. Ο Κρόιφ, φαινομενικά, μιλάει για την ατομική τεχνική δεν ξεχνά να αναφερθεί όμως και στον συμπαίκτη. Αλλιώς θα μας έλεγε, μόνο, για τον τρόπο που έπαιρνε την μπάλα πάνω στον σκληρό δρόμο, το πως περνούσε όποιον αντίπαλο έβρισκε μπροστά του με μαγικές ντρίμπλες, και για το πως σκόραρε, αφού πρώτα είχε αδειάσει και τον τερματοφύλακα. Ακούγεται εύκολο αλλά -πιστέψτε με- δεν είναι. Κι όμως μιλάει, και στέκεται υπερβολικά σε αυτό, για το πεζούλι. Για τον φανταστικό συμπαίκτη του. Εκείνον που του έδινε την μπάλα με -κάθε τρόπο και- κάθε πιθανό φάλτσο. Στο μυαλό του, εφόσον είχε καταφέρει να παίζει αυτό το ένα-δύο με το «άτεχνο» πεζούλι, θα μπορούσε να κάνει εξωπραγματικά πράγματα, παίζοντας με κανονικούς συμπαίκτες, τα επόμενα χρόνια. Πόσο μάλλον όταν και αυτοί οι συμπαίκτες θα είχαν σπουδαία τεχνικά χαρίσματα. Η ιστορία που ακολούθησε είναι γνωστή. Σε όλους. Ο Άγιαξ, και η εθνική Ολλανδίας, των 70s, που με ηγέτη τον Κρόιφ, τρομοκράτησε ολόκληρη την Ευρώπη για 4-5 χρόνια, και μετά ήρθε η διάλυση. Όλα τα «αστέρια» μπορεί να έφυγαν γι’ άλλες πολιτείες, κάτι που συνεχίστηκε και φυσικά συνεχίζεται αλλά ο Άγιαξ έμεινε πιστός στο πλάνο του και το δικό του μοντέλο. Να δημιουργεί ομάδες, απ’ τα δικά του σπλάχνα, μετά να τρομοκρατεί την Ευρώπη και στο τέλος να τους πουλάει, για πολλά εκατομμύρια, στους πλούσιους αυτού εδώ του κόσμου.
«Η τελευταία φουρνιά της ομάδας είναι η καλύτερη των τελευταίων 20 ετών. Κάντε λίγο υπομονή και θα τους μάθετε για τα καλά». Τάδε έφη ο ίδιος ο Κρόιφ, λίγους μήνες πριν αφήσει αυτόν εδώ τον κόσμο. Φυσικά και αναφέρονταν στην τελευταία «τάξη» της φημισμένης Ακαδημίας των Ολλανδών. Της κορυφαίας ποδοσφαιρικής σχολής του πλανήτη από τις αρχές των 70s -όταν και ο Ρίνους Μίχελς παρουσίασε το μοντέλο του- μέχρι και τις μέρες μας, με την ομάδα του Έρικ Τενκ Χαγκ που χαιρόμαστε να βλέπουμε. Φυσικά και ο Κρόιφ είχε αναφερθεί στους παίκτες που, από το περσινό καλοκαίρι, ολόκληρη η Ευρώπη έχει την τύχη να τους βλέπει να μαγεύουν στα γήπεδα, παίζοντας αυτό το ποδόσφαιρο που χαρακτηρίζει τους Ολλανδούς και που μάθαμε να το αποκαλούμε όλοι εμείς, ακόμα και όταν ήμασταν μικρά παιδάκια, και δεν μπορούσαμε να το κατανοήσουμε με τίποτα, «Total Football».
Όσοι είχαν την τύχη να δουν τις νοκ-άουτ αναμετρήσεις του Άγιαξ με την Ρεάλ Μαδρίτης και την Γιουβέντους παρακολούθησαν αυτό το στυλ ποδοσφαίρου. Στα καλύτερά του. Στο σύγχρονο ποδόσφαιρο της υπερβολικής, πολλές φορές, αμυντικής προσήλωσης (και τακτικής), στα όρια του βαρετού για το μάτι, η Ολλανδική ομάδα κατάφερε να αγγίξει (σχεδόν) το τέλειο, παρουσιάζοντας όλα τα χαρακτηριστικά αυτού του ελκυστικού μοντέλου πάνω στο χορτάρι. Τέλειες αποστάσεις, σε όλες τις γραμμές, με μια, σχεδόν, μαθηματική προσέγγιση. Απίστευτο πρέσινγκ, σε όλους τους χώρους, κάτι που όπως είναι λογικό μειώνει τις αποστάσεις του γηπέδου, όταν φυσικά αμύνεσαι, (με αυτό άλλωστε είχε μανία ο Μίχελς, το συνέχισε ο Κρόιφ και -ευτυχώς- το βλέπουμε και στις μέρες μας από προπονητές, και εκτός Ολλανδίας, όπως ο Κλοπ και ο Γκουαρδιόλα), και τελευταίο, η άψογη τεχνική σε συνδυασμό όμως με την ταχύτητα. Στο σύγχρονο ποδόσφαιρο δεν γίνεται τίποτα αν δεν υπάρχει ταχύτητα. Όλα τα παραπάνω, όταν μπαίνουν μαζί στο «μίξερ της ολλανδικής τακτικής» είναι ικανά να τρομάξουν ακόμα και τον πιο δυνατό και έμπειρο αντίπαλο. Το βλέπουμε να συμβαίνει. Εγώ γράφω απλά αυτά που βλέπω.
Η παράσταση του Άγιαξ στη Μαδρίτη με έκανε να ερωτευθώ και πάλι το ποδόσφαιρο. Το δηλώνω και δεν ντρέπομαι. Αν ο Άγιαξ ήταν γυναίκα θα ήθελα να την παντρευτώ και να αράξουμε παρέα για ένα ολόκληρο καλοκαίρι σε κάποιο όμορφο νησί. Είναι το ποδόσφαιρο όπως θέλω εγώ να το βλέπω. Το όμορφο, επιθετικό, «σωστό» ποδόσφαιρο. Για την παράσταση στο Τορίνο δεν μπορώ να βρω τις κατάλληλες λέξεις για να περιγράψω τα συναισθήματα που ένιωσα. Κάτι που μεγαλώνει ακόμα περισσότερο την σημασία αυτής της «παράστασης» επίσης είναι το γεγονός πως έγινε από «ηθοποιούς» που δεν τους έχουμε μάθει ακόμα για τα καλά. Δεν παίζω και μάνατζερ εδώ και χρόνια. Ειλικρινά δεν νομίζω να υπάρχει αυτή τη στιγμή αγνός και ρομαντικός φίλος του ποδοσφαίρου που να μην θέλει να δει τα «μωρά» του Άγιαξ να σηκώνουν το τρόπαιο στη Μαδρίτη. Και αυτή είναι ακόμα μία σπουδαία νίκη για το ποδόσφαιρο των ημερών μας.
Ο Τάντιτς είναι αυτή τη στιγμή ότι ήταν ο Βάσοβιτς για την ομάδα του ’71, κι ας αγωνίζεται σε άλλη θέση. Ο ξεχασμένος παικταράς δηλαδή που ήρθε από μια μέτρια ομάδα και έγινε ηγετικός. Ο Μπλιντ είναι η ήρεμη δύναμη και η εμπειρία στην άμυνα. Ο Νέρες και ο Ζίγιες είναι δύο παίκτες που παίζουν ποδόσφαιρο αλάνας, στα μάτια πολλών, στηριζόμενοι στα άρτια τεχνικά τους χαρακτηριστικά, και παράλληλα είναι άψογοι τακτικά. Φυσικά υπάρχει και το τέλειο δίδυμο, των Ντε Λιχτ και Ντε Γιονγκ, ως οι απόλυτοι ισορροπιστές όλης της ομαλής λειτουργίας τόσο σε άμυνα όσο και επίθεση. Δύο άψογοι τεχνικά παίκτες. Δύο προπονητές εντός του γηπέδου. Ο πρώτος είναι η επιτομή του σύγχρονου αμυντικού και ο δεύτερος η επιτομή του κεντρικού μέσου. Και οι δύο, για ομάδες που αρέσκονται σε αυτό το στυλ παιχνιδιού. Προσωπικά, και επειδή μου αρέσει να κάνω αυτού τους είδους τις παρομοιώσεις, μου θυμίζουν το δίδυμο των πρωταγωνιστών της ταινίας «Funny Games» του Χάνεκε. Τόσο φλώροι στην όψη, σαν φοιτητές του Yale, αλλά τόσο επικίνδυνοι, σαν σαδιστές, τρόφιμοι φυλακών. Πως το αντιμετωπίζεις όλο αυτό; Άραξε και απόλαυσέ το καλύτερα.
Το 1972, και μετά την συντριβή της Ίντερ απ’ τον Άγιαξ στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, η Gazzetta dello Sport είχε γράψει, χωρίς να κάνει κάποιο λάθος, τον παρακάτω τίτλο: «Η Ίντερ είναι η άξια πρωταθλήτρια Ευρώπης. Αυτός ο Άγιαξ είναι ο πρωταθλητής κόσμου και του Γαλαξία μαζί». Με αυτό τον τίτλο παραδέχονταν την ανωτερότητα των Ολλανδών. Μιας ομάδας που είχε τον Κρόιφ, τον Νέσκενς, τον Χάαν και τους λοιπούς «εξωγήινους». Ο τωρινός Άγιαξ έχει φτάσει ήδη στα ημιτελικά, και αν ολοκληρώσει το θαύμα, τα πάντα θα παιχτούν σε 90 λεπτά στη Μαδρίτη. «Εξωγήινα» ονόματα δεν έχει ακόμα μιας και οι περισσότεροι παίκτες είναι ακόμα νεαροί και τώρα τους μαθαίνει ο περισσότερος κόσμος όπως έγραψα και πιο πάνω, αλλά κάτι το «εξωγήινο», και το μαγικό, δεν μπορώ να μην παραδεχτώ πως δεν το έχει αυτή η ομάδα. Άλλωστε όλοι δουλεύουν για το σύνολο, πάνω σε ένα μοντέλο, και ένα σύστημα, που αν παιχτεί όπως πρέπει, όπως έχει αποδειχθεί εδώ και 50 χρόνια, είναι -σχεδόν- ανίκητο. Έγραψα «σχεδόν» γιατί ποτέ, καμία ομάδα, δεν παίζει μόνη της και γιατί πάντα, σε μια βραδιά, παίζει ρόλο και η τύχη. Αν κέρδιζε πάντα ο καλύτερος, αυτός ο Άγιαξ (και συγγνώμη αν ακουστώ υπερβολικός σε πολλούς), θα κέρδιζε το φετινό Τσάμπιονς Λιγκ. Ίσως και το πρωτάθλημα του Γαλαξία.
Πηγή: sombrero.gr