Έχουν περάσει 16 χρόνια απ’ την τελευταία φορά που η εθνική Βραζιλίας κατακτούσε το Μουντιάλ. 16 ολόκληρα χρόνια γεμάτα πόνο και μερικές απ’ τις πιο ντροπιαστικές στιγμές στην ιστορία της τεράστιας αυτής ομάδας. Της κορυφαίας εθνικής ομάδας για μεγάλη μερίδα του φίλαθλου κοινού, κάτι που -αν ρωτάτε εμένα και περιμένετε απάντηση- δεν απέχει και αρκετά απ’ την πραγματικότητα. Στις 30 Ιουνίου του 2002 η σελεσάο, έχοντας ως μπροστάρη τον Ρονάλντο (τον κανονικό – το φαινόμενο), είχε επικρατήσει της σκληροτράχηλης Γερμανίας με 2-0 και είχε πανηγυρίσει το 5ο τρόπαιο της πλούσιας ιστορίας της. Από τότε επικρατεί ξηρασία και δεν υπάρχει ή δεν αχνοφαίνεται, για να τα λέμε κι όλα, και κάποια όαση για να δώσει μερικές σταγόνες ποδοσφαιρικής δροσιάς στους φίλους των Βραζιλιάνων. Είναι και πολλοί οι διψασμένοι (για τίτλους) από δαύτους.
Σε εκείνη την Βραζιλία υπήρχαν τεράστιοι παίκτες όπως ο Ρονάλντο, ο Ριβάλντο, ο Ρομπέρτο Κάρλος, ο Καφού και φυσικά ο -δικός μου λατρεμένος- Ροναλντίνιο. Παίκτες που ήταν κορυφαίοι στην θέση τους, σε παγκόσμια κλίμακα, αλλά είχαν και το χάρισμα να αποτελούν παράλληλα και σπουδαίες ηγετικές μορφές για ένα ολόκληρο έθνος που ζει και αναπνέει για το ποδόσφαιρο. Αρχηγοί και μπροστάρηδες σε κάθε πιθανή ποδοσφαιρική κακουχία και σε κάθε πιθανό θρίαμβο. Σε κάθε δύσκολη στιγμή μπορούσαν να βρουν τη λύση. Εκεί που η μπάλα έκαιγε και τα χρονικά περιθώρια στένευαν επικίνδυνα, αυτοί δήλωναν πάντα παρόν, παρασέρνωντας μάλιστα ολόκληρη την ομάδα σε κάτι καλό. Στη νίκη. Στην πρόκριση. Σε κάποιο μεγάλο τρόπαιο. Ακόμα και οι παίκτες που υστερούσαν σε ταλέντο μπροστά στους «μάγους» που προανέφερα, όπως ο Ζιλμπέρτο Σίλβα ή ο Λούσιο για παράδειγμα, είχαν αυτό το χάρισμα. Το χάρισμα του ηγέτη. Τέτοιος ήταν φυσικά και ο σπουδαίος αναπληρωματικός τερματοφύλακας εκείνης της ομάδας (και παίκτης σύμβολο για ένα ολόκληρο έθνος) ο Ροζέριο Σένι, που είχε αυτό το ηγετικό χάρισμα -όχι σε μεγάλο αλλά- σε υπερβολικά μεγάλο βαθμό.
Από εκείνη την περίοδο του Μουντιάλ του 2002 μέχρι και τις μέρες μας, οι Βραζιλιάνοι μπορούν να καυχώνται για δύο μεγάλες στιγμές. Το Κόπα Αμέρικα του 2007, όταν κυριολεκτικά με μισή ομάδα διέλυσαν στον τελικό την πληρέστατη Αργεντινή με 3-0, και φυσικά το χρυσό μετάλλιο του 2016 στους Ολυμπιακούς αγώνες, στη δική τους χώρα, κατακτώντας μάλιστα και την μοναδική πρωτιά που έλειπε απ’ την συλλογή τους. Απ’ την άλλη, αν πρέπει να προβληματιστούν για κάτι όλο αυτό τον καιρό, αυτό δεν είναι άλλο απ’ το γεγονός πως όλα αυτά τα 16 χρόνια ψάχνουν απεγνωσμένα να βρουν το νέο ηγέτη που θα πάρει την ομάδα απ’ το χέρι, θα δώσει σιγουριά και έμπνευση στους συμπαίκτες του (και σε όλους τους απλούς θεατές) και θα οδηγήσει την ομάδα και πάλι στην κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Αυτό δηλαδή που θέλει να κατακτά κάθε φίλος της ποδοσφαιρομάνας Βραζιλίας. Ας μην γελιόμαστε. Για τους Βραζιλιάνους δεν υπάρχει τίποτα λιγότερο απ’ την κορυφή του κόσμου.
Παρακολουθώντας πολλά παιχνίδια της Βραζιλίας των τελευταίων ετών, ειλικρινά δεν μπορώ να βρω εύκολα (ή καθόλου) αυτό τον παίκτη. Σπάω το κεφάλι μου για να τα καταφέρω και πάλι τίποτα. Εξηγούμαι: δεν χρειάζεται αυτός ο παίκτης να είναι ο πιο ντελικάτος για να ηγηθεί. Αρκεί να έχει το χάρισμα. Για παράδειγμα: στην εθνική του ’94 που κατέκτησε το Μουντιάλ οι περισσότεροι θυμούνται το δίδυμο των Ρομάριο και Μπεμπέτο που αλώνιζαν στην επίθεση και όχι τον ισορροπιστή της μεσαίας γραμμής (και μεγάλο αρχηγό) Κάρλος Ντούνγκα. Λογικό θα μου πείτε, καθώς στον σκληρό δίσκο του εγκεφάλου του απλού θεατή αποθηκεύονται πιο εύκολα οι περίτεχνες ντρίμπλες και τα σπάνιας ομορφιάς τέρματα. Ο όγκος άλλωστε των πληροφοριών της εποχής μας είναι τεράστιος και είναι δύσκολο να βρεθεί ο απαιτούμενος χώρος για κάτι εκτός του αποτελέσματος ή των γκολ. Απ’ την άλλη, δεν υπάρχει και κάποιο μέσο που να μπορεί να μας δείξει τα ψυχικά αποθέματα κάθε παίκτη ή να μετρήσει τον βαθμό έμπνευσης κάποιου αθλητή προς τους συμπαίκτες του. Αν υπήρχε κάτι τέτοιο, φυσικά και παίκτες όπως ο Ντούνγκα θα είχαν σπάσει, ή μηδενίσει, όλα τα κοντέρ. Πιο πρόσφατο -και καλύτερο- παράδειγμα τέτοιας περίπτωσης ποδοσφαιριστή δεν είναι άλλο από τον Χαβιέ Μασκεράνο στο Μουντιάλ του ’14.
Οι μεγάλες ερωτήσεις που βασανίζουν τους περισσότερους φίλους της σελεσάο, τα τελευταία χρόνια, είναι αν θα καταφέρει επιτέλους ο Νεϊμάρ να ηγηθεί της εθνικής και φυσικά, αν θα μπορέσουν να σταθούν δίπλα του παίκτες όπως ο Ζεσούς και ο Φερναντίνιο της Σίτι, ο Κουτίνιο της Μπαρτσελόνα, ο Φιρμίνο της Λίβερπουλ και φυσικά ο σπουδαιότερος όλων αυτών, ο Μαρσέλο της Ρεάλ Μαδρίτης, ως άξιοι «στρατιώτες» δίπλα στον «βασιλιά». Όλοι οι παραπάνω φαντάζουν (και είναι), αυτή τη στιγμή, τα μεγάλα ονόματα και τα βαριά χαρτιά που πάνω τους θα στηριχθεί η Βραζιλία. Απ’ την άλλη, οι επικριτές και πολέμιοι της ομάδας (που είναι και πάρα πολλοί) θεωρούν πως όλοι οι παραπάνω φαντάζουν υπερβολικά λίγοι για να το καταφέρουν, αντιπαραθέτοντας μάλιστα πως απ’ τη στιγμή που δεν κατάφεραν ποτέ να εξελιχθούν σε ηγέτες για τη σελεσάο παίκτες όπως ο Κακά και ο Αντριάνο, δεν είναι δυνατόν να το καταφέρουν αυτό οι παίκτες της εποχής μας. Άδικo πάντως δεν μπορεί να ρίξει κανένας σε κάποιον που έχει αυτό -ή παρόμοιο- σκεπτικό, κρίνοντας πάντα εκ του αποτελέσματος όλα αυτά τα 16 αυτά χρόνια. Και εδώ γεννάται ένα άλλο ερώτημα, επίσης δύσκολο στο να βρει απάντηση. Γιατί συμβαίνει όλο αυτό απ’ τη στιγμή που το ταλέντο υπάρχει, και μάλιστα σε υπερθετικό βαθμό, για τους περισσότερους Βραζιλιάνους;
Ίσως παίζει σημαντικό παράγοντα σε όλο αυτό η γρήγορη μετάβαση απ’ την ελευθερία και την ανεμελιά που χαρακτηρίζει το ποδόσφαιρο της Βραζιλίας, στα πολλά χρήματα, τον ακραίο επαγγελματισμό και φυσικά το life style του ποδοσφαίρου των ημερών μας, στην δική μας ήπειρο. Ένα ποδόσφαιρο αποστειρωμένο στα όρια του ακραίου επαγγελματισμού που ίσως δεν ταιριάζει τόσο με την ιδιοσυγκρασία του Βραζιλιάνου παίκτη, αλλάζοντάς τον προς το χειρότερο και στερώντας του ίσως αυτό το ηγετικό χάρισμα. Αυτή η νέα τάξη πραγμάτων έχει διαβρώσει αρκετά το λάτιν στοιχείο και κατ’ επέκταση το Βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο, μιας και στο μυαλό των περισσότερων νέων ποδοσφαιριστών της χώρας του καφέ (ήθελα να το γράψω αυτό το κλισέ) ο πρωταρχικός πλέον στόχος είναι να αφήσουν την πατρίδα και να βρουν μια ομάδα στην Ευρώπη που θα τους κάνει αυτομάτως σούπερ σταρ και θα τους χαρίσει μια άνετη ζωή με εκατομμύρια followers στην αστεία ζωή των social media. Αυτό το τελευταίο με την κακή επιρροή των social media και το villain attitude το συναντάμε δυστυχώς ακόμα και στα τοπικά πρωταθλήματα της χώρας μας. Πόσο μάλλον στους παγκόσμιας εμβέλειας σούπερ σταρ σε κορυφαία πρωταθλήματα όπως το ισπανικό και το αγγλικό.
Μέχρι πριν αρκετά χρόνια πολλούς Βραζιλιάνους ντελικάτους παίκτες η μεγαλύτερη μερίδα του φίλαθλου ποδοσφαιρικού κοινού τους άκουγε (και τους μάθαινε απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη) για πρώτη φορά στα Παγκόσμια Κύπελλα. Εκεί δηλαδή που μάτωναν για τη φανέλα. Προσπαθώντας να κερδίσουν πρώτα το τρόπαιο και μέσω αυτού κάποιο καλύτερο συμβόλαιο -κυρίως- σε ομάδα της Ευρώπης, ξεφεύγοντας απ’ την φτώχεια της χώρας τους. Στις μέρες μας όλο αυτό έχει αλλάξει. Δυστυχώς για τους περισσότερους νεαρούς Βραζιλιάνους, που αγωνίζονται στην Ευρώπη και σε κορυφαία κλαμπ, η εθνική δείχνει να μην αποτελεί προτεραιότητα. Η προτεραιότητα είναι φυσικά οι χορηγοί και τα μυθικά συμβόλαια. Μέσα από αυτή τη λογική ίσως μπορεί να απαντηθεί, πιο εύκολα, γιατί δεν υπάρχουν πλέον πραγματικοί ηγέτες στη σελεσάο. Μέχρι να βρεθεί και πάλι ένας πραγματικός ηγέτης για την εθνική Βραζιλίας, που θα χαρίζει κυρίως έμπνευση σε όλους, την μπαγκέτα και αυτό το ρόλο θα τα έχει ο Νεϊμάρ. Κάτι που (και) στα δικά μου μάτια δεν φαντάζει ούτε η σωστότερη αλλά ούτε και η σοφότερη επιλογή. Τα υπόλοιπα στο γήπεδο. Ο Ιούνιος είναι πολύ κοντά άλλωστε.
Πηγή: sombrero.gr