Ασπάζεται την άποψη “ήλθα για να προσπαθήσω να αλλάξω τον κόσμο. Τώρα, το μόνο στο οποίο ελπίζω είναι ότι ο κόσμος δεν θα αλλάξει εμένα”. Βέβαια, ο Pep Guardiola κατάφερε να αλλάξει το ποδόσφαιρο, αφότου άλλαξε προσανατολισμό και σκοπό ζωής. Διαβάστε την υπέροχη ιστορία του.
Θα μπορούσε να ‘χει γίνει δικηγόρος. Όπως μαρτυρούν όσοι έχουν βρεθεί γύρω του, ξέρει τι να λέει και πότε να το λέει. Όταν δεν ασχολείται με το ποδόσφαιρο, προτιμά να ακούει, παρά να μιλάει. Μολονότι δουλεύει νυχθημερόν, για να μπορεί να είναι αποτελεσματικός, το ποδόσφαιρο δεν είναι το άπαν στη ζωή του. Είναι έντονα πολιτικοποιημένος άνθρωπος, απολαμβάνει στο έπακρο μια επίσκεψη σε γκαλερί ή την ανάγνωση ενός καλού ποιήματος, δεν πιστεύει στον Θεό (“εκτός και αν μιλάμε για τον Messi ή τον Maradona“) και δεν κάνει την παραμικρή κίνηση, αν πρώτα δεν αισθανθεί βέβαιος για τον εαυτό του. Κυρίες και κύριοι αυτός είναι ο Pep Guardiola. Bonus: η σχέση των αποφάσεων του με τα “θέλω” της συζύγου του, που αυτήν την εποχή θέλει να ζήσει στο Λονδίνο -με την Bild να αποκαλύπτει πως υπάρχει συμφωνία με την Manchester City.
Έδωσε ζωή στο κοιμισμένο καταλανικό χωριό, Santpedor
Όπως πλησιάζεις στο Santpedor, μικρή πόλη στα βορειοανατολικά της Καταλονίας, βλέπεις μια εντυπωσιακή θέα: μιας αχανούς κοιλάδας, που έχει στη μέση ένα χωριό. Στο φόντο υπάρχει το Montserrat. Είναι σαν… banner διαφήμισης. Σαν κάποιος να έκοψε σε χαρτόνι ένα εντυπωσιακό βουνό και να το “κόλλησε” εκεί. Αυτό λοιπόν, είναι το μαγευτικό σκηνικό… στην κοιμισμένη πόλη, στην οποία γεννήθηκε ο Guardiola -και απέχει 70 χιλιόμετρα από την Barcelona.
Στους 7.500 ανθρώπους που είχαν ως… έδρα το Santpedor, ήταν και η οικογένεια Guardiola. Το σπίτι το έφτιαξε ο οικοδόμος πατέρας του Pep, Valenti. Είχε τρεις ορόφους και βρισκόταν στον κεντρικό δρόμο της πόλης. Ακόμα εκεί βρίσκεται. Στο δωμάτιο του, υπήρχε μια φωτογραφία του Michel Platini. Την είχε κολλήσει στον τοίχο, ο πατέρας του, εξηγώντας στον μικρό πως “ο Γάλλος παίζει ποδόσφαιρο, όπως οι άγγελοι“. Πολλά χρόνια μετά, θα ζητούσε αυτόγραφο από τον Platini και εκείνος θα του το αρνείτο.
Στην περιοχή που μεγάλωσε, έχουν ξεμείνει και κάτι εργοστάσια, από τότε που ήταν στο επίκεντρο των δραστηριοτήτων και έρχονται σε αντίθεση με τα μεσαιωνικής εποχής κτίρια. Σε κάθε περίπτωση, σε αυτόν τον τόπο, οι κάτοικοι χαιρετούν όποιον βλέπουν μπροστά τους (είτε τον ξέρουν, είτε όχι) και οι ρυθμοί είναι αργοί. Υπάρχουν δυο πλατείες: η Placa Gran και η Placa de la Generalitat. Η δεύτερη είναι γνωστή ως “αυτή που γεννήθηκε ο Pepe”.
Μια συνηθισμένη εικόνα από όποια ημέρα του 1979, ήταν αυτή ενός πολύ αδύνατου 8χρονου, με μια φανέλα που είχε το Νο15 στην πλάτη, να βγαίνει από το σπίτι στο νούμερο 15 του δρόμου και να κάνει λίγα βήματα, πριν την κεντρική πλατεία, με μια μπάλα στη μασχάλη. Ήταν γνωστός στην περιοχή ως Guardi. Μόλις λοιπόν, έκανε την εμφάνιση του, καλούσε τους φίλους του -συμπεριλαμβανομένης μιας κοπέλας, της Pilar-, να του κάνουν παρέα. Κλωτσούσε την μπάλα στον τοίχο, μέχρι να εμφανιστούν οι συμπαίκτες του.
Τότε δεν υπήρχε Playstation, ενώ στην περιοχή τα αυτοκίνητα ήταν ελάχιστα (δεν υπήρχαν καν φωτεινοί σηματοδότες), άρα δεν υπήρχε και κίνδυνος για τα παιδιά που έπαιζαν ποδόσφαιρο στους δρόμους. Ο Guardi ήταν εκεί πάντα, πριν το σχολείο και καθώς επέστρεφε από αυτό, σπίτι. Το αυτό συνέβαινε όταν είχε διάλειμμα από τα μαθήματα, κενό για μεσημεριανό, παντού. Έπαιζε και στα οικογενειακά δείπνα, με τη μητέρα του, Dolors να τον παρακαλά κάθε μέρα να αφήσει ήσυχη την μπάλα, για πέντε λεπτά. Όπως τόσες άλλες μητέρες, σε τόσα μέρη του κόσμου.
Το “πρωτόκολλο” του, όπως ο ίδιος είχε χαρακτηρίσει την καθημερινότητα του, ήταν να παίζει μπάλα στην πλατεία, έως ότου βραδιάσει. Χωρίς να έχει κανονιστεί κάτι, χωρίς να υπάρχουν τα υποτυπώδη. Το γκολπόστ ήταν μεταλλική γκαραζόπορτα και κάθε μέρα γινόταν το σώσε, έως ότου βρεθεί κάποιος να παίξει τερματοφύλακας. Η Pilar που θα μπορούσε να είναι… ο εύκολος στόχος, αρνείτο πεισματικά να αναλάβει το ρόλο. Ήθελε να κλωτσά την μπάλα -είχε και καλή επαφή. Τσακωμοί προηγούνταν της απόφασης “ποιος θα ‘χει στην ομάδα του τον Guardiola”, γιατί αυτό θα σήμαινε πως όλοι οι άλλοι θα δούλευαν για αυτόν, ώστε να μπορεί να ελέγξει το παιχνίδι. Όλοι αναγνώριζαν ότι αυτός ήταν ο καλύτερος που υπήρχε ανάμεσα τους. Όταν πια βαρέθηκαν να τσακώνονται, είχαν αφήσει τον Pep να διαλέγει -και να ισορροπεί την κατάσταση.
Συχνά υπήρχαν παράπλευρες απώλειες (μια σπασμένη λάμπα, ένα παγκάκι κλπ.). Ένα χαμόγελο του Pep ήταν αυτό που πάντα τους έβγαζε όλους, από τη δύσκολη θέση. Χρόνια μετά, το γήπεδο της CF Santpedor, όπου πρωτοφόρεσε φανέλα -αυτής της τοπικής ομάδας- ονομάστηκε “Camp Municipal Josep Guardiola” και το 2009 το δημοτικό συμβούλιο αποφάσισε να ανακηρύξει τον Guardiola ως “το αγαπημένο παιδί της πόλης”. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχε και τον πιο τρελό ανταγωνισμό, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας. Πάμε παρακάτω. Στις 28 Ιουνίου του 1984, όταν ήταν 13 πήγε στη La Masia. Χρειάστηκε να δοκιμάσει τρεις φορές να γίνει δεκτός στην ακαδημία των Καταναλών. Και σε αυτό το σημείο, είναι επιβεβλημένη η παρένθεση.
Ένα μικρό, ταπεινό σπίτι, από καφέ τούβλο, χτισμένο στο παραδοσιακό στιλ της Καταλονίας στέκει -σχεδόν απαρατήρητο- στο δρόμο που ακολουθούν οι φίλαθλοι που κατευθύνονται στο Camp Nou. Δεν είναι όμως, ένα τυχαίο σπίτι. Είναι η Masia (βλ. αγροικία), θεμέλιος λίθος της επιτυχίας που απολαμβάνει χρόνια, η Barcelona FC. Είναι το μέρος όπου παρέχεται στα νέα παιδιά το DNA του οργανισμού, η φιλοσοφία του πώς παίζεται το παιχνίδι. Τύποι σαν τον Thiago Alcantara, τον Marc Muniesa, τον Marc Bartra, τον Sergi Roberto, τον Lionel Messi, τον Andres Iniesta, τον Xavi Hernandez, τον Carles Puyol, τον Cesc Fabregas, τον Luis Garcia, τον Victor Valdes, τον Pepe Reina, τον Gerard Pique και φυσικά τον Pep Guardiola έζησαν εντός των τειχών, υπήρξαν συμμαθητές, συμπαίκτες, μεγάλωσαν, ωρίμασαν και προετοιμάστηκαν για να ζήσουν όσα απήλαυσαν στη συνέχεια. Φωτογραφίες κάποιων εκ των πολλών αποφοίτων, κοσμούν την τραπεζαρία όπου γευματίζουν οι επόμενοι αστέρες. Είναι αυτοί που συνήθιζαν να καταλαμβάνουν το playroom, εκείνοι που έπαιζαν για ώρες πινγκ πονγκ.
Η Masia, η πρώτη, η αυθεντική (Masia de Can Planes), εκείνη που άνοιξε την πόρτα της το 1979, για να φιλοξενήσει για πρώτη φορά νέους παίκτες που έμεναν μακριά από τη Βαρκελώνη -πριν ο Johan Cruyff ρίξει την ιδέα να γίνει ακαδημία- δεν υπάρχει πια. Ως “σπίτι” της ακαδημίας, γιατί το κτίριο στέκει εκεί ακόμα. Οι ανάγκες μεγάλωσαν και οι “blaugrana” μετέφεραν στις 30/6 του 2011 τη διαδικασία στο Ciutat Esportiva Joan Camper, το προπονητικό κέντρο της ομάδας που είναι 4.5 χιλιόμετρα μακριά από το Camp Nou. Έκτοτε δέχονται 85 παίκτες, κάθε χρόνο, ενώ απασχολούνται 24 προπονητές και συνολικά 300 παιδιά. Υπάρχουν και άλλοι 56 υπάλληλοι (από μάγειρες έως ψυχολόγους).
Τα 60 παιδιά που δεχόταν κάθε χρόνο η Masia, ήταν αυτά στα οποία κατέληγαν οι “κατάσκοποι” που έχει η σχολή σε όλην την Ισπανία. Το πρόγραμμα των μαθητών παραμένει το ίδιο. Ξεκινά στις 06.45 με το εγερτήριο. Στις 07.00 τρώνε πρωινό, στις 07.30 παίρνουν το λεωφορείο για το σχολείο. Στις 14.15 έχουν μεσημεριανό, στις 15.00 τους δίνετε μια ελεύθερη ώρα, από τις 16.00 έως τις 18.00 κάνουν τα μαθήματα τους (με δασκάλους -υπάρχει και εκμάθηση της καταλανικής), στις 19.00 πηγαίνουν για προπόνηση, στις 20.45 φεύγουν από αυτή, στις 21.00 επιστρέφουν στη σχολή, όπου δειπνούν στις 21.30 και στις 22.00 ήταν η ώρα για να δουν τηλεόραση ή να απασχοληθούν στο Internet. Όχι. Δεν κάναμε λάθος. Όντως ασχολούνταν μόνο μιάμιση ώρα με το ποδόσφαιρο, γιατί δινόταν -κατ’ αρχάς- έμφαση στην εκπαίδευση. Και οι διοικούντες τη σχολή περιμένουν από τους εκλεκτούς τους να παίρνουν εξτρά μαθήματα στο σχολείο. Γιατί ακόμα και αν κάποιοι δεν γίνουν επαγγελματίες ποδοσφαιριστές, θα μπορούν να φοιτήσουν σε πανεπιστήμιο ή να βρουν δουλειά.
“Προπονούμαι τους νέους, για να γίνουν καλοί άνθρωποι και να αποκτήσουν ένα υγιή τρόπο ζωής, που θα τους φέρει χαρά στη ζωή. Είναι πολύ σημαντικό να υπάρχει σεβασμός ανάμεσα τους. Πρέπει να είναι καλοί άνθρωποι“, επιμένει ο Albert Capellas, που ενημερώνει ότι στα πρώτα βήματα, ζητούν από τα παιδιά πολύ συγκεκριμένα πράγματα: “Να είναι η πιο αθλητική ομάδα, να κάνουν τα λιγότερα φάουλ και να είναι λιγότερο επιθετικοί. Άρα, πρέπει να προσπαθήσουν να νικήσουν, παίζοντας πραγματικά καλά. Να γίνουν πιο δημιουργικοί, πιο ομαδικοί. Γιατί πρέπει να νικήσουν, αλλά όχι χωρίς να σεβαστούν τις βασικές προϋποθέσεις“.
Το less is more, δεν έτυχε στο πρόγραμμα της Masia. Αντιθέτως, η επιδίωξη ευθύς εξ αρχής ήταν να γίνεται λίγη -χρονικά- δουλειά, αλλά της υψηλότερης δυνατής ποιότητας. “Έως τα 16, δεν ασχολούμαστε με τη φυσική κατάσταση των παιδιών. Κάνουμε μόνο προπονήσεις με μπάλα” ενημερώνει ο Albert Puig, εκ των υπευθύνων της σχολής, “μετά τα 16 αρχίζουμε σιγά σιγά και βάζουμε πράγματα που αφορούν τη φυσική προετοιμασία, αλλά πάντα αφορούν και ασκήσεις με την μπάλα”.
Στον πρώτο όροφο του κτιρίου, υπήρχε η αίθουσα στην οποία μελετούσαν τα παιδιά. Από τα παράθυρα της, έβλεπαν το Camp Nou. Σε αυτά τα 600 τετραγωνικά μέτρα γεννήθηκε εκατομμύρια όνειρα, χαράχθηκαν πορείες, δημιουργήθηκαν αστέρες. Ο Iniesta έχει παραδεχθεί πως “πολύ σημαντικό για την επιτυχία που είχαμε με την Barcelona, ήταν το γεγονός πως πολλοί γνωριζόμασταν από μικροί. Μεγαλώσαμε μαζί, με την ίδια ιδέα για το ποδόσφαιρο, παίζαμε βάσεις της ίδιας φιλοσοφίας“.
Αυτή η φιλοσοφία, αφορά το “total football” της ολλανδικής σχολής του ’70. Η διαδικασία είναι πολύ συγκεκριμένη: ένα παιδί μπορεί να ξεκινήσει από τα 7 χρόνια (τα ιδιαίτερα ταλέντα εμφανίζονται και σε μεγαλύτερες ηλικίες) και βήμα βήμα να φτάσει έως την πρώτη ομάδα. Το σύστημα έχει ως εξής: η πρώτη κατηγορία λέγεται Prebenjamín και είναι για τις ηλικίες 7-8. Η δεύτερη (Benjamin) χωρίζεται σε τέσσερα γκρουπ (A, B, C, D) παιδιών ηλικίας 9-10, τέσσερις ομάδες έχει και η Alevin (11-12), με την επόμενη, την Infantil να αφορά δυο γκρουπ (και τις ηλικίες 13-14 χρόνων). Δύο έχει και η Cadet (14-15), αλλά και η Juvenil (16-18) και μετά έρχεται η Barcelona B. Περιττό να πούμε τι υπάρχει στη συνέχεια, έτσι;
Εκεί φτάνουν όσοι μπορούν, όσοι έχουν ό,τι χρειάζεται.”Όλοι λένε πως η φιλοσοφία μας ξεκίνησε από την Dream Team του Cryuff” εξηγεί ο διευθυντής της ακαδημίας, Carles Folguera, “έχω όμως, την εντύπωση ότι ξεκίνησε ως προσπάθεια να κυριαρχήσουμε στο παιχνίδι, με το να έχουμε την κατοχή της μπάλας. Πάντα αναζητούμε έναν τύπο παίκτη, ο οποίος μπορεί να μην έχει ιδιαίτερη φυσική κατάσταση, αλλά ξέρει να σκέφτεται. Αυτόν που είναι έτοιμος να πάρει αποφάσεις, που έχει το ταλέντο, την τεχνική και την ευκινησία“. Προφανώς και είναι επιτυχημένη -δείτε λίγο τους πρωταθλητές Ευρώπης μέσα στα χρόνια.
Το περιβάλλον της Masia, είχε διαμορφωθεί κατά τρόπο που “τα νέα παιδιά σκέφτονται “είμαι σε ένα πολύ καλό μέρος“”. Όπως τότε, έτσι και τώρα, υπάρχει ένας κίνδυνος. “Πρέπει να τους αφήσουμε να διαπιστώσουν πως το όνειρο τους είναι στην ουσία ένα μακρύ ταξίδι. Τους επισημαίνουμε ότι πρέπει να έχουν υπομονή, μαζί και πως δεν θα καταφέρουν όλοι να κάνουν το όνειρο πραγματικότητα“. Όποιος βλέπει τους αποφοίτους της, νομίζει πως η διαδρομή τους έως την Barcelona ήταν εύκολη. Παρουσιάζουν μια σιγουριά που… οριακά θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως “τεμπελιά”, όπως κινούνται στο χορτάρι. Μια εύλογη ερώτηση θα μπορούσε να είναι γιατί δεν αναπαράγουν και άλλες κορυφαίες ομάδες, το μοντέλο, τη στιγμή που είναι σίγουρα πολύ πιο φθηνό από το να πάρεις κάποιον απόφοιτο της Masia -νέας και παλιάς.
“Υπάρχουν σύλλογοι που έχουν ακαδημία, αλλά δεν χρησιμοποιούν τους απόφοιτους. Αφήνουν τη δουλειά στη μέση. Είναι σαν να παράγεις μια Ferrari και μετά να μη τη χρησιμοποιείς. Εμείς επιδιώκουμε να βάλουμε τα μεγαλύτερα ταλέντα, στην πρώτη ομάδα, σε σταθερή βάση“, λέει ο Puig. Μέσω των χρόνων που περνούν με τα παιδιά, μαθαίνουν τα πάντα για εκείνους. Τα χαρακτηριστικά τους και τις ανάγκες που έχουν, για να καθιερωθούν εκεί όπου τους θέλει η ομάδα. Εξυπακούεται πως το σύστημα δεν θα λειτουργούσε, αν οι καθ’ ύλην αρμόδιοι δεν επέλεγαν τους καλύτερους.
Την εποχή του Guardiola, ο Cruyff είχε κρίνει πως ο 16χρονος του κάνει. Ο Ολλανδός είχε εμφανιστεί -χωρίς προειδοποίηση- στο μικρό “Mini Estadi”, γήπεδο 100 μέτρα μακριά από το Camp Nou που χρησιμοποιούσαν οι εφηβικές ομάδες. Λίγο πριν το ημίχρονο, πλησίασε τον προπονητή Charly Rexach και τον ρώτησε το όνομα του παιδιού που έπαιζε ως δεξί χαφ. “Guardiola. Καλό παιδί” απάντησε ο Rexach, με τον Cruyff να αγνοεί το σχόλιο και να λέει στον συνάδελφο του να μετακινήσει τον… πώς τον είπε ως χαφ μπροστά από την άμυνα (pivot), για το για το δεύτερο ημίχρονο. Μια θέση, δύσκολη για να προσαρμοστεί κάποιος -και δη ένας που δεν έχει προτέρα εμπειρία- και τότε δεν χρησιμοποιούσαν πολλές ομάδες στην Ισπανία. Ο Guardiola προσαρμόστηκε αμέσως, επιβεβαιώνοντας τη σχετική υποψία του Cruyff, ο οποίος είχε βρει ό,τι χρειαζόταν.
Τον χρησιμοποίησε για πρώτη φορά στην ανδρική ομάδα, όταν ο Pep ήταν στον τρίτο χρόνο στην ακαδημία, σε φιλικό με την CD Banyoles (1/5/1989). Ο μικρός έμαθε πως θα παίξει με τους μεγάλους, από φίλους του, ενώ διασκέδαζε σε ντισκοτέκ, κοντά στο γήπεδο. Εκστασιάστηκε. Μετά το τέλος της διαδικασίας, ο Ολλανδός τον πλησίασε και του είπε “έπαιξες πιο αργά και από τη γιαγιά μου“. Το παιδί είχε πάθει σοκ. Δεν ήξερε πως αυτός ήταν ο τρόπος του Cruyff για να δίνει κίνητρο στους παίκτες, να γίνονται καλύτεροι.
Σε βιβλίο για την ιστορία του ισπανικού ποδοσφαίρου, σαφέστατα και υπήρχε αναφορά στη Masia, όπως και μεταξύ των ανθρώπων που μίλησαν για την ακαδημία της Barcelona ήταν ο Guardiola. Όταν του ζήτησαν να θυμηθεί τις πρώτες ώρες του εκεί, αναφώνησε “mare meva” (κατά το ιταλικό mama mia), πριν προσθέσει “κάθε πρωί, όταν άνοιγα το παράθυρο, έβλεπα το Camp Nou”. Εκεί έμαθε καταλανική ποίηση, ι τα τραγούδια του Lluis Llach -τραγούδια διαμαρτυρίας που έγιναν γνωστά στα τελευταία χρόνια του Franco-, ενώ εκεί ήταν που ανέπτυξε την αγάπη του για την τέχνη γενικότερα (ενδιαφέρον που όλοι έμαθαν όταν μετά την αποχώρηση του από τον πάγκο της Barcelona, τον Μάιο του 2012, είχε επισκεφτεί όλες τις γκαλερί της Νέας Υόρκης). Τις περισσότερες ώρες βέβαια, της περνούσε παρέα με την μπάλα. Είδωλα του ήταν ο Andoni Zubizarreta και ο Michael Laudrup.
Στο όροφο υπήρχαν τέσσερα δωμάτια που το καθένα φιλοξενούσε από τέσσερις ταλαντούχους νεαρούς. Στο δικό του δωμάτιο, ήταν τέσσερα παιδιά από άλλα χωριά της Ισπανίας, με κοινό φτωχό backround. Ένας εκ των συγκατοίκων του ήταν ο Tito Vilanova, δυο χρόνια μεγαλύτερος του Pep και αυτός μάλλον ήταν ο λόγος που έγινε μέντορας του. Αυτή η φιλία έμελλε να κρατήσει για πάντα, μολονότι οι πορείες τους -ως ποδοσφαιριστών- ουδεμία σχέση είχαν. Όταν ο Guardiola ανέλαβε την Barcelona B, τον κάλεσε για να γίνει συνεργάτης του, ο άνθρωπος με τον οποίον θα επιχειρούσε να περάσει το DNA της Masia στους νέους. Όποια και αν ήταν η εθνικότητα τους, σε όποια κοινωνική τάξη και αν άνηκαν.
Μια από τις πρώτες εικόνες που έχει ο κόσμος από τον Guardiola, όταν ήταν παιδί είναι αυτή που ακολουθεί, από την πρόκριση των Καταναλών στον τελικό του European Cup (πρωταθλητριών), το 1986, αποκλείοντας την Gothenburg. Σε άλλη φωτογραφία, ο μικρός ζητά τη φανέλα του Victor Muñoz. Πώς βρέθηκε εκεί; Ήταν ball boy. Ήταν και κάτι ακόμα: ένας παίκτης που δεν είχε φυσική δύναμη, που ήταν αργός, αλλά που σκεφτόταν πιο γρήγορα από κάθε άλλο. “Διάβαζε” το παιχνίδι καλύτερα από τον καθένα.
Στα 16 του λοιπόν, έζησε την πρώτη εμπειρία (έστω και σε φιλικό) με την ανδρική ομάδα της Barcelona FC, γιατί ο Ολλανδός πίστευε σε εκείνον. Το πρώτο επίσημο ματς (16/12/90 στο 2-0 επί της Cádiz CF, στο Camp Nou, για την 15η αγωνιστική της λίγκας), αγωνίστηκε γιατί είχε και την τύχη με το μέρος του. Ο Koeman ήταν τραυματίας, ο Amor τιμωρημένος (είχε συλλογή κόκκινων καρτών), ο Milla είχε φύγει από την ομάδα και υπήρχε ένα κενό στο μέσο. Εξυπακούεται ωστόσο, πως αν ο προπονητής δεν είχε πίστη στις δυνατότητες του νεαρού άνδρα, δεν θα περνούσε… ούτε απ’ έξω.
Ο Guardiola έχει πει για εκείνη την πρώτη φορά, πως “τα χρωστώ όλα στον Cruyff, γιατί μου έδωσε την ευκαιρία. Υπάρχουν πολλοί που δεν ζουν αυτά για τα οποία έχουν προοριστεί, επειδή κανείς δεν τους δίνει την ευκαιρία”. Τι είχε πει όμως, ο Ολλανδός; “Ο Pep μπορεί να κάνει γρήγορο κοντρόλ, όπως μπορεί να δώσει και γρήγορα μια πάσα. Μπορεί να δώσει σε καλή κατάσταση κάπου την μπάλα, ώστε αυτός που θα την πάρει να μπορεί να την κάνει κάτι“.
Με την Cádiz ήταν στη βασική ενδεκάδα, είδε μια κίτρινη κάρτα στο 34′ και όταν τελείωσε το ματς, είπε στις κάμερες “προσπαθώ να παίζω εύκολα“. Στην αξιολόγηση των παικτών, πήρε έξι, με τον ρεπόρτερ της καταλανικής Sport να αναφέρει “ήταν ένα αποδεκτό ντεμπούτο, στη θέση του Amor και έδειξε πως είναι χαρισματικός νέος παίκτης, με εξαιρετική τεχνική και μεγάλο μέλλον. Έδωσε ασίστ, αλλά του έλειπε η αποφασιστικότητα σε κάποια plays. Πήρε κίτρινη γιατί άρπαξε τον Vazquez”.
Ένα χρόνο μετά, στη θρυλική “dream team” που πήρε το πρωτάθλημα και το European Cup της σεζόν 1991-92, ο Guardiola είχε (βασικό) ρόλο στην ενδεκάδα και στις επιτυχίες, αλλά και στους εορτασμούς, μετά το Wembley, που έβγαλαν εκατομμύρια Καταλανούς στους δρόμους. Εκείνος κρατούσε τη σημαία, φωνάζοντας “Visca Barça, Visca Catalunya”, πριν καταλήξει στο αλήστου μνήμης “Cuitadans de Catalunya, ya la tenim aqui”, δηλαδή “πολίτες της Καταλονίας, το έχετε εδώ“, τη στιγμή που σήκωνε το τρόπαιο. Πολύ αργότερα, δήλωσε υποστηρικτής της πολιτικής ανεξαρτησίας της Καταλονίας και φέτος μετείχε στις σχετικές ενέργειες. Πίσω στο 1992, ο Davor Suker είχε σχολιάσει πως “είναι η καρδιά της Barcelona. Όλα ρέουν από μέσα του“. Κάπου εκεί, αποφάσισε πως δεν θα συνεχίσει τις σπουδές του στη νομική. Και όταν αργότερα θα σχολίαζε “οι ποδοσφαιριστές έχουν το μυαλό τους στα πόδια τους“, θα έκανε μια παύση και θα πρόσθετε “δεν πρέπει όμως, να γενικεύουμε“.
Ο ρόλος του pivot αποδείχθηκε ζωτικής σημασίας, όχι μόνο ως ασπίδα στο ξεκίνημα της άμυνας, αλλά και ως παίκτης που συχνά είχε την αποστολή να ξεκινά ξανά τις επιθέσεις, από την πλευρά του. Η κατοχή της μπάλας (είτε την αποκτάς, είτε τη διατηρείς) ήταν επίσης βασική προϋπόθεση για το αποτελεσματικού του ρόλου. Ο Guardiola τα είχε και τα δύο στοιχεία και τα εξέλιξε σε βασικές αρχές, όταν αποφάσισε να αλλάξει καριέρα και να γίνει προπονητής. Αλλά είμαστε ακόμα στο 1992, οπότε έγινε ο αρχηγός της ομάδας που παρουσίασε η Ισπανία στους Ολυμπιακούς Αγώνες και φόρεσε το χρυσό, επί των εδαφών της Βαρκελώνης. Το 1992 είχε κερδίσει και το βραβείο Bravo, που είναι η κατ’ εξοχήν αναγνώριση για τον καλύτερο παίκτη του κόσμου, κάτω των 21 χρόνων.
Μεταξύ των ιδιαίτερων στιγμών της καριέρας του, ως παίκτη, ήταν η παραμονή του στην βασική ομάδα και τις χρονιές που η παρέα του τερμάτισε στην τρίτη και την τέταρτη θέση της La Liga (συνέχισε να θεωρείται εκ των καλύτερων νέων ταλέντων έως το 1996, με χειρότερη στιγμή του την απώλεια δεύτερου ευρωπαϊκού, στον τελικό του 1994, από τη Milan του Fabio Capello). Τη σεζόν 1996-97 πρόσθεσε στη συλλογή του το Copa del Rey, το Supercopa de Espana και το κύπελλο κυπελλούχων. Ήταν μια περίοδος που η πλειοψηφία των παικτών που είχαν συνθέσει την “dream team”, άνηκε πια αλλού. Ποιοι εμφανίστηκαν στη Βαρκελώνη; Μεταξύ άλλων, ο Luis Figo και ο Ronaldo. Το 1997 ο Louis van Gaal ήταν εκείνος που καθόταν στον πάγκο των Καταλανών και ο Guardiola εκείνος που φορούσε το περιβραχιόνιο του αρχηγού. Ένα τραύμα στην κνήμη τον κράτησε εκτός, για το μεγαλύτερο διάστημα της αγωνιστικής περιόδου 1997-98, οπότε η ομάδα του πήρε το double. Στις 8 Ιουνίου πέρασε την είσοδο του χειρουργείου, για να αποκαταστήσει μια και καλή το πρόβλημα και ένεκα αυτής της επέμβασης, έχασε το Παγκόσμιο Κύπελλο της Ισπανίας.
Στις αρχές του καλοκαιριού, το 1998, στα γραφεία της Barcelona κατέφθασαν προσφορές για τον Pep (στα 300 εκατ. pesetas), από τη Roma και την Parma. Aπορρίφθηκαν εκ της διοικήσεως, που στην… εξέλιξη της φάσης τον κάλεσε να υπογράψει συμβόλαιο, έως το 2001. Οι διαπραγματεύσεις κράτησαν για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα και θα λέγατε ότι είχαν επιπλοκές, πριν πιάσει το στυλό στα χέρια του και υπογράψει. Προβληματική εν τούτοις, αποδείχθηκε και η σεζόν 1999-2000, υπό την έννοια ότι άλλος τραυματισμός -στον αστράγαλο- τον κράτησε μακριά από τα γήπεδα, τους τρεις τελευταίους μήνες και τον οδήγησε σε νέα εγχείρηση. Η Barcelona δεν έκανε κάποια άρση, ενώ το 2001 βρέθηκε στην τέταρτη θέση της La Liga και στα προκριματικά του Champions League.
Στις 11 Απριλίου του 2001, ο αρχηγός ανακοίνωσε την πρόσθεση του να φύγει από το Camp Nou, έπειτα από 17 χρόνια παρουσίας, για προσωπικούς λόγους. Στις 24 Ιουνίου έδωσε το τελευταίο του παιχνίδι ως μέλος της Barça, με τη Celta Vigo, για το δεύτερο ημιτελικό του Copa del Rey, παρουσία 45.000 οπαδών. Η Barcelona αποκλείστηκε, αλλά ουδείς ασχολήθηκε. Όλοι επικέντρωσαν στο τέλος εποχής του Guardiola. Σε δώδεκα σεζόν, με την πρώτη ομάδα, το κοντέρ του είχε “γράψει” 479 παιχνίδια και 16 τρόπαια. Εξήγησε ότι μέρος αυτής της απόφασης, αφορούσε την αλλαγή στον τρόπο που παιζόταν πια το παιχνίδι -είχε γίνει πιο physical. Αυτό που δεν είπε ήταν ότι δεν μπορούσε να συνεννοηθεί ακριβώς με τον προπονητή του (Serra Ferrer), ενώ είχε διακοπεί και ο δίαυλος επικοινωνίας με τον πρόεδρο, Joan Gaspart.
Στη συνέντευξη Τύπου, μετά το “αντίο” είπε “ήταν ένα μακρύ ταξίδι. Είμαι χαρούμενος, υπερήφανος και ευτυχισμένος με τον τρόπο που μου φέρθηκαν όλοι. Έκανα πολλούς φίλους. Δεν θα μπορούσα να ζητήσω περισσότερα. Πέρασα πολλά χρόνια στην elite. Δεν είχα έλθει για να γράψω ιστορία. Είχα έλθει για να γράφω τη δική μου ιστορία“. Τελικά, έγραψε πολλά περισσότερα κεφάλαια, με αρκετούς παίκτες που αγωνίζονται στη θέση του να τον προσδιορίζουν ως το είδωλο και τον ήρωα τους. Ο τελευταίος ήταν ο Cesc Fabregas, ο οποίος το 2009 είχε εξηγήσει ότι “ο Guardiola είναι το είδωλο μου, γιατί είναι πολύ έξυπνος και έχει καθαρές ιδέες. Δεν είχε ποτέ μεγάλα φυσικά χαρίσματα, αλλά το όραμα του και οι πάσες του ήταν μοναδικές“.
Την ημέρα που άφησε για πρώτη φορά το Camp Nou, στα 30 του, είχε ενημερώσει και ότι θα αναζητούσε μια ομάδα στο εξωτερικό, για να συνεχίσει την καριέρα του. Ήδη είχε κυκλοφορήσει η πληροφορία πως ενδιαφέρονταν αγγλικές ομάδες (ο Bobby Robson είχε ξεκαθαρίσει ότι τον θέλει η Newcastle). Εκείνος επέλεξε τη Brescia που μόλις είχε χάσει τον Andrea Pirlo και όπου θα μπορούσε να παίξει δίπλα στον Roberto Baggio και υπό τις οδηγίες του Carlo Mazzone.
Στις 11 Νοεμβρίου του 2001, η ιταλική ομοσπονδία ανακοίνωσε πως είχε βρεθεί νανδρολόνη, σε δείγμα που είχε δώσει στο 1-0 της ομάδας του επί της Piacenza, στις 21/10. Ακολούθησε νέο “ύποπτο” δείγμα, μετά το 0-5 από τη Lazio, στις 4/11. Συνολικά, του επιβλήθηκε ποινή τεσσάρων μηνών από τη Lega Calcio και πρόστιμο 50.000 ευρώ (από την πειθαρχική επιτροπή). Εκείνος επέμεινε πως είναι αθώος, εξηγώντας πως ότι δεν είχε πάρει κάτι περισσότερο από συμπλήρωμα διατροφής. Με καταρρακωμένη τη φήμη του, κινήθηκε δικαστικά. Η έφεση του εκδικάστηκε στο δικαστήριο της Brescia, στις 23/10 του 2007, οπότε αθωώθηκε. Το αυτό έγινε και από το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της ιταλικής ομοσπονδίας, τον Μάιο του 2009. Η Εθνική Επιτροπή εναντίον του doping -που τελεί υπό την αιγίδα της Ολυμπιακής Επιτροπής- έκρινε πως κάπου εκεί έπρεπε να παρέμβει, γιατί όπως ενημέρωσε, θεωρούσε πως η επιχειρηματολογία του αθλητή, στην έφεση ήταν απαράδεκτη. Τελικά, συμφώνησε πως είναι αθώος, στις 29/9 του 2009. Τότε βέβαια, εκείνος είχε άλλες δουλειές.
Πήγαινε όπου έβρισκε ενδιαφέροντες τους προπονητές
Το 2002 άφησε τη Brescia για τη Roma, γιατί ήθελε να παίξει υπό τις οδηγίες του προπονητή που του είχε στερήσει το Πρωταθλητριών, το 1994. Ναι, τον Capello, ο οποίος θα έλεγε για τον Pep πως “είναι ένας από τους λίγους διανοούμενους που έχω συναντήσει σε αποδυτήρια. Διανοούμενος υπό την έννοια ότι σκέφτεται πολλά πράγματα. Πολλά για το ποδόσφαιρο, αλλά και για τις τέχνες, για τη ζωή και την κοινωνία“. Υπό τον Capello έπαιξε μόλις τέσσερα ματς σε μια σεζόν, με τον Ιταλό προπονητή να αποφασίζει να τον στείλει πίσω στην Brescia (μολονότι ο βοηθός του, Franco Baldini του είπε να το αποφύγει). Μαζί του, γύρισε και ο Roberto Baggio και οι δυο τους θα κρατούσαν την ομάδα στην κατηγορία και ο Carlo Mazzone, προπονητής των… λυτρωμένων, θα έλεγε “είναι πολύ αξιοπρεπής τύπος, εξαιρετικός επαγγελματίας, παρ’ ότι ήλθε στην Ιταλία προς το τέλος της καριέρας του“. Εκεί απέκτησε την εμπειρία του Coppa Italia και του Champions League και συνολικά έδωσε 71 ματς.
Ακολούθως, είπε να κάνει παρέα στον Gabriel Batistuta στο Qatar (2003-05), όπου αγωνίστηκε με την Al-Ahli. Σημείωση: και πάλι είχε διάφορες προτάσεις από την Αγγλία. Η μία ήταν από την Manchester United. Τις αρνήθηκε όλες και άλλαξε ήπειρο. Έγινε από τους τακτικούς της Qatar Stars League και συχνά αναφέρονταν σε εκείνον ως “ο ένας από τους καλύτερους παίκτες της λίγκας”. Είχε πάρει και το βραβείο του “καλύτερου rookie ξένου”. Όταν το 2005 έμεινε και πάλι ελεύθερος, έσπευσαν ΞΑΝΑ αγγλικές ομάδες να τον διεκδικήσουν (Manchester United, Manchester City, Chelsea), αλλά εκείνος είχε νιώσει πως η καριέρα του -ως παίκτης- ήταν προ του τέλους της και μοίρασε νέα “όχι”. Για τον επίλογο, διάλεξε την εμπειρία του Mexico. Φόρεσε τη φανέλα της Dorados de Sinaloa, γιατί είχε στον πάγκο τον Juan Manuel Lillo που κατά τον Pep “ήταν προπονητική ιδιοφυΐα“. Τον Μάρτιο του 2006 έκρινε ότι είχε έλθει η ώρα να εγκαταλείψει την ενεργό δράση. Είχε προηγηθεί μια πρώτη ενασχόληση με την προπονητική και τον Ιούλιο του ’06 απέκτησε το πρώτο δίπλωμα επάρκειας. Μετά… έκανε αγρανάπαυση. Πήγε να ζήσει ένα χρόνο στη Νέα Υόρκη, για να καθαρίσει το μυαλό του και να αποφασίσει τι θα κάνει με τη ζωή του. Τουλάχιστον, αυτό είχε πει.
Ο αδελφός του, Pere -νυν ατζέντης- είχε προσπαθήσει να εξηγήσει ότι “ο αδελφός μου μπορεί να γίνει απίστευτα πεισματάρης, σχεδόν εμμονικός και πάντα σκέφτεται το ποδόσφαιρο. Ανέκαθεν ήταν ξεκάθαρο πως θα γίνει προπονητής. Εκτός των αγωνιστικών χώρων, απολαμβάνει την ηρεμία του. Περισσότερο ακούει, παρά μιλάει και πάντα ήθελε η προσωπική του ζωή, να μείνει προσωπική“. Τον ρώτησαν με ποια λέξη χαρακτηρίζει τη διασημότητα. Απάντησε “σκατά“. Η μόνη φορά που δεν κατάφερε να αποφύγει το ενδιαφέρον των ΜΜΕ… για λάθος λόγους, για λόγους που δεν αφορούσαν το ποδόσφαιρο, ήταν όταν παντρεύτηκε τη σύντροφο του, απ’ όταν ήταν έφηβος: την Cristina Serra.
Γνωρίστηκαν όταν ήταν 18, σε ένα κατάστημα ρούχων που είχε πάει για να κάνει τα ψώνια του. Άνηκε στη μητέρα της Cristina, η οποία είχε ξεκινήσει ήδη καριέρα στο modeling και το 1998 αναδείχθηκε “η Miss Catalunya”, για να δεχθεί προτάσεις από διεθνή πρακτορεία. Παντρεύτηκαν στις 29/5 του 2014. Είχαν ήδη αποκτήσει τρία παιδιά (Maria, Màrius και Valentina). Μετά τη δεύτερη γέννα, η σύζυγος του το πήρε απόφαση πως δεν μπορούσε να συνεχίσει τη δική της καριέρα. Στα χρόνια που είναι μαζί, δεν έχει ακουστεί το παραμικρό -σε φήμη ή υπόνοια δασκάλου.
Αυτό, επουδενί συμβαίνει γιατί εκείνη δεν έχει το θάρρος της γνώμης της. Χαρακτηριστικά, μετά το τέλος της σεζόν 2010-11 πίεσε τον άνδρα της να τα παρατήσει “γιατί δεν έδειχνα το απαραίτητο ενδιαφέρον στα παιδιά μου και σε εκείνη, με συνέπεια να λείπω σε όλους. Μου έλεγε ότι τα παιδιά μου μεγαλώνουν χωρίς πατέρα και καθημερινά μου θύμιζε πως έχω οικογένεια. Η αλήθεια είναι πως το σκέφτηκα και αποφάσισα πως ότι δεν μπορούσα να ζήσω μακριά από το ποδόσφαιρο, όπως δεν μπορούσα να ζήσω μακριά από τη γυναίκα μου“. Τα βρήκαν λοιπόν, στη μέση. Για όποιον ενδιαφέρεται, στην παρούσα φάση η Cristina φέρεται να θέλει να ζήσει στο Λονδίνο.
Δεν δίνει κατ’ ιδίαν συνεντεύξεις, μόνο συνεντεύξεις Τύπου, φορά χειροποίητα κοστούμια (κατόπιν σχετικής προτροπής της συζύγου), απολαμβάνει να ακούει Coldplay, είναι “αριστερός” και δεν πιστεύει πως υπάρχει Θεός (“πέραν του Messi και του Maradona”). Αν δεν είχε γίνει επαγγελματίας ποδοσφαιριστής, θα είχε ολοκληρώσει τις σπουδές του στη νομική και θα ήταν δικηγόρος. Άλλωστε, είχε το “λέγειν”. Όπως είχε πει ο Capello “στο peak του ήταν ένας από εκείνους που σκέφτονταν πιο γρήγορα στο γήπεδο. Ένας πραγματικός ηγέτης. Ψύχραιμος και πάντα έβρισκε τις κατάλληλες λέξεις, τις κατάλληλες στιγμές. Υπάρχουν πολλοί που μιλούν συνέχεια και δεν λένε τίποτα. Ο Guardiola πάντα βρίσκει να πει το σωστό“.
Το 2000, λίγο πριν εγκαταλείψει την Barcelona, είχε γράψει ένα άρθρο στο περιοδικό Time και εκεί ενημέρωσε ότι “είμαι πεσιμιστής. Μοιράζομαι την άποψη ενός φίλου, ο οποίος κάποτε μου είπε “ήλθα για να προσπαθήσω να αλλάξω τον κόσμο. Τώρα, το μόνο στο οποίο ελπίζω είναι ότι ο κόσμος δεν θα αλλάξει εμένα“. Στο ίδιο άρθρο, έγραψε για την καταλανική κληρονομιά του και το πόσο σημαντική είναι για εκείνον. “Οι Καταλανοί έχουν καταπιεστεί για χρόνια, πολιτισμικά και σε ό,τι αφορά τη χρήση της δικής τους γλώσσας. Αυτή η τακτική μας κάνει να λατρεύουμε περισσότερα τα δικά μας στοιχεία και να θέλουμε να τα υπερασπιζόμαστε σε εθνικό και διεθνές επίπεδο“.
Το 2003 στο Camp Nou είχαν εκλογές. Τις κέρδισε ο Joan Laporta, με τον Luis Bassat να είναι ο άμεσος ανταγωνιστής. Ο τελευταίος είχε και μια λαμπρή ιδέα: να πλησιάσει τον Guardiola, που τότε έπαιζε για τη Roma, και να του προτείνει να γίνει ο επόμενος προπονητής της Barcelona -σε ηλικία 32 χρόνων. “Ήξερα πως είναι ένας πολύ έξυπνος άνθρωπος, που λάτρευε την ομάδα και θα δούλευε σκληρά για αυτή. Μιλήσαμε για έξι ώρες και τελικά με έπεισε πως ακόμα δεν ήταν έτοιμος να γίνει προπονητής. Δεν είχε πάρει καν την άδεια του τότε. Σκέφτηκα ότι ήταν η καταλληλότερη περίπτωση, για να δίνει διευθυντής του ποδοσφαιρικού τμήματος, αν κέρδιζα τις εκλογές. Θα ήταν μοναδικός. Όσο μοναδικός είναι ως προπονητής τώρα“.
Σιγά, σιγά άρχισε να μαζεύει τα διπλώματα που χρειαζόταν και μετά… το διάλειμμα στη Νέα Υόρκη, επαναπατρίστηκε και δέχθηκε το ενδιαφέρον της Barcelona FC, που του πρότεινε (σε μια δύσκολη στιγμή, καθώς μετά τον πρώτο χρόνο του Frank Rijkaard, το αποτέλεσμα ήταν το αντίθετο από το επιθυμητό) να αναλάβει τη δεύτερη ομάδα. Αυτό έγινε στις 21/6 του 2007. Στην παρουσίαση του, είπε “ό,τι ήμουν ως παίκτης, έχει χαθεί. Ως προπονητής είμαι τίποτα. Ξεκινώ από το μηδέν. Μόνο οι νίκες θα μου δώσουν αξιοπιστία. Είναι ο μόνος τρόπος για να ωριμάσω ως προπονητής“. Ως προτεραιότητα είχε θέσει “να συνεχίσουμε να παράγουμε πρωτοκλασάτους ποδοσφαιριστές”, πριν συμπληρώσει “δεν ξέρω αν θα έλθουν οι νίκες ή η άνοδος. Αν δεν συμβούν αυτά, δεν θα μου επιτρέψουν να συνεχίσω. Αυτή είναι η πραγματικότητα“. Ευχαρίστησε εκείνους που “αν δεν εμφανίζονταν, θα καθόμουν στο σπίτι“, με τον Laporta να προσθέτει “από αυτά που έχουμε καταλάβει, πιθανότατα ο Pep θα δεχόταν τη δουλειά, ακόμα και αν δεν υπήρχε μισθός”.
Από τα πρώτα πράγματα που είπε στους παίκτες του, οι οποίοι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να τον εντυπωσιάσουν, ήταν “είστε στην Barça, κύριοι. Πρέπει να τα δώσετε όλα. Δεν θέλω να προσπαθείτε να ντριμπλάρετε σαν τον Messi. Να κάνετε πάσες. Ξανά και ξανά. Να κάνετε πάσες με ακρίβεια, να κινείστε καλά στο χώρο και… να κάνετε πάλι πάσες. Θέλω κάθε σας κίνηση να είναι έξυπνη και ακριβής. Έτσι θα κάνετε τη διαφορά από τις υπόλοιπες ομάδες”. Μετά, άρχισε να αναιρεί τις θέσεις που πίστευαν ότι έχουν τα παιδιά και να αλλάζει τα συστήματα εν ώρα αγώνα. Έφτασε στο 21-0 στην έδρα του και κέρδισε την πρόκριση στην τρίτη κατηγορία. Πριν το τελευταίο, καθοριστικής σημασίας, παιχνίδι με τη Barbastro, έδειξε στους παίκτες του ένα video με έναν 60χρονο πατέρα και το γιο του, που είχε εγκεφαλική παράλυση, να διαγωνίζονται μαζί σε τρίαθλο (γνωστό ως Iroman, με 3.85 χλμ κολύμβηση, 180.25 χλμ ποδηλασία και 42.2 χλμ τρέξιμο, χωρίς διάλειμμα). Πολλοί ομολόγησαν πως όταν βγήκαν στο γήπεδο, είχαν ακόμα δάκρυα στα μάτια. Με γκολ του Victor Vazquez, η Barcelona B πήγε στη Segunda B. Στο τέλος της σεζόν έγινε αυτό που ήξερε μήνες πριν, που όλοι είχαν ακούσει: ανέλαβε την πρώτη ομάδα.
Την πρώτη ημέρα της προετοιμασίας, στο φημισμένο St. Andrews της Σκωτίας, είχε καλέσει τους πάντες σε αίθουσα, στο υπόγειο του ξενοδοχείου που έμενε η αποστολή για να τους μιλήσει. Όπως κατέβαινε τις σκάλες, ψιθύριζε “να είσαι ο εαυτός σου, να είσαι ο εαυτός σου”. Όταν άνοιξε την πόρτα και τους είδε όλους μπροστά του (Xavi, Iniesta, Pique, Henry, Eto’o, Messi κλπ), ένιωσε το στομάχι του να φτάνει στο στόμα του. Πήρε μια βαθιά εισπνοή και ξεκίνησε να μιλά.
“Κύριοι, καλημέρα. Μπορείτε να φανταστείτε τι τεράστιο κίνητρο είναι για εμένα το γεγονός ότι βρίσκομαι εδώ, για να κοουτσάρω αυτήν την ομάδα. Είναι η υπέρτατη τιμή. Πάνω από όλα, λατρεύω αυτόν το σύλλογο. Δεν θα έπαιρνα ποτέ απόφαση που θα του έκανε κακό ή θα ήταν εναντίον της ομάδας. Όλα όσα θα κάνω, θα έχουν ως βάση την αγάπη μου για την Barcelona FC. Θέλουμε και χρειαζόμαστε τάξη και πειθαρχία.
Η ομάδα έχει περάσει μια εποχή, στην οποία δεν ήταν όλοι όσοι επαγγελματίες θα έπρεπε να είναι. Είναι η ώρα για να τρέξουμε όλοι και να δώσουμε ό,τι έχουμε. Έχω υπάρξει μέλος αυτής της ομάδας, για πολλά χρόνια και γνωρίζω τα λάθη που έχουν γίνει στο παρελθόν. Θα σας υπερασπιστώ μέχρι θανάτου, αλλά μπορώ να πω επίσης πως θα είμαι πολύ απαιτητικός από όλους σας. Όπως θα είμαι πολύ απαιτητικός από τον εαυτό μου. Σας ζητώ μόνο ένα πράγμα: δεν θα σας κατηγορήσω αν περάσετε λάθος πάσα, αν χάσετε κεφαλιά που θα μας στοιχίσει γκολ, όσο ξέρω ότι δίνετε το 100%. Μπορώ να σας συγχωρήσω κάθε λάθος, αλλά δεν θα σας συγχωρήσω αν δεν δώσετε την καρδιά και τη ψυχή σας για την Barcelona.
Δεν σας ζητώ αποτελέσματα. Μόνο να αποδίδετε. Δεν θα δεχθώ να πει κανείς το παραμικρό για την απόδοση μας, πως παίζουμε με μισή καρδιά ή δεν τα δίνουμε όλα. Αυτή είναι η Barcelona, κύριοι. Αυτό που ζητώ από εσάς είναι να τα δώσετε όλα. Ένας παίκτης, από μόνο τους, είναι τίποτα. Χρειάζεται τους συμπαίκτες του, τους συνάδελφους του, γύρω του. Κάθε ένας από εμάς σε αυτήν την αίθουσα, χρειάζεται όσους είναι δίπλα μας.
Πολλοί δεν με ξέρετε, οπότε θα χρησιμοποιήσουμε τις επόμενες ημέρες για να φτιάξουμε μια ομάδα, μια οικογένεια. Αν κάποιος έχει το παραμικρό πρόβλημα, είμαι πάντα στη διάθεση του, όχι μόνο σε ό,τι αφορά το άθλημα, αλλά και την οικογένεια ή το περιβάλλον. Είμαστε εδώ για να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον και να διασφαλίσουμε ότι θα έχουμε ηρεμία στο μυαλό. Πως δεν θα νιώσουμε ένταση ή διάσπαση. Είμαστε ένα. Δεν είμαστε μικρά γκρουπ ανθρώπων. Αυτό είναι που σκοτώνει το ομαδικό πνεύμα.
Οι παίκτες που είναι σε αυτήν την αίθουσα είναι πάρα πολύ καλοί και αν δεν τους κάνουμε να κερδίσουν κάτι, θα είναι δικό μας λάθος. Πρέπει να είμαστε ενωμένοι, στις δύσκολες στιγμές που θα έλθουν. Να είμαστε σίγουροι πως τίποτα δεν θα διαρρεύσει στον Τύπο. Δεν θέλω κανένας από εσάς να δώσει μια μάχη μόνος του. Ας είμαστε όλοι μαζί. Να έχετε πίστη σε εμένα. Ως πρώην παίκτης, έχω βρεθεί στη θέση σας και ξέρω τι περνάτε, τι αισθάνεστε.
Το στιλ έρχεται καθ’ υπαγόρευση από την ιστορία αυτού του συλλόγου. Θα παραμείνουμε πιστοί σε αυτό. Όταν έχουμε την μπάλα, δεν γίνεται να τη χάσουμε. Αν τη χάσουμε, θα πάμε να την ανακτήσουμε. Αυτά έχω να πω, βασικά“.
Κάποια στιγμή, ο Henry αποκάλυψε τα τρία “P” που ήταν και οι θεμελιώδεις αρχές του Guardiola: play, possession, positioning. “Μείνετε στη θέση σας, εμπιστευτείτε στον συμπαίκτη σας την μπάλα, περιμένετε την μπάλα“, ήταν η φράση που άκουσαν περισσότερο από κάθε άλλη. Στο τελείωμα… πρόσθετε “μετά, μπορείτε να κάνετε ό,τι θέλετε” και εκεί ήταν που είχε κερδίσει τους πάντες.
Τη συνέχεια της ιστορίας, προφανώς και τη ξέρετε.