Η Λίβερπουλ ολοκλήρωσε τη χρονιά της κατακτώντας το Παγκόσμιο Κύπελλο των Συλλόγων στο Κατάρ, μετά τη νίκη της επί της Φλαμένγκο με 1-0 στον τελικό: πρόκειται για ένα τρόπο ιστορικό γιατί η μεγάλη αγγλική ομάδα το κατέκτησε για πρώτη φορά. Σε τρεις προηγούμενες περιπτώσεις είχε ηττηθεί από λατινοαμερικάνους (μια φορά μάλιστα κι από την ίδια τη Φλαμένγκο που είχε τότε στις τάξεις της το Ζίκο…), ενώ δύο φορές δεν πήρε μέρος στην διοργάνωση, που κάποτε ονομάζαμε «Διηπειρωτικό Κύπελλο» μολονότι ήταν πρωταθλήτρια Ευρώπης. Χθες, απέναντι στους Βραζιλιάνους που ήταν μία από τις καλύτερες ομάδες που έχουν πάρει μέρος τα τελευταία χρόνια στο συγκεκριμένο πανηγύρι της FIFA, η Λίβερπουλ δεν έπιασε τη γνωστή θεαματική της απόδοση και χρειάστηκε μια παράταση κι ένα γκολ του Φιρμίνο σε αυτή για να φτάσει στη νίκη.
Ήταν πάντως καλύτερη και κέρδισε δίκαια και δίκαια κλείνει τη χρονιά της στην κορυφή του κόσμου. Μέσα στο 2019 που φεύγει η Λίβερπουλ κέρδισε τα πάντα: απλά πρέπει να κάνει λίγους μήνες υπομονή για να πανηγυρίσει και το τρόπαιο που περισσότερο θέλουν οι οπαδοί της, δηλαδή το αγγλικό πρωτάθλημα. Η υπομονή είναι άλλωστε μια από τις μεγαλύτερες αρετές της.
Χτισμένη κομμάτι ανάποδα
Για τη Λίβερπουλ γράφτηκαν πέρυσι πολλά και σε γενικές γραμμές σωστά. Ο Γιούργκεν Κλοπ είναι αλήθεια ότι την έχτισε κομμάτι ανάποδα – βρήκε δηλαδή πρώτα το μηχανισμό της επίθεσης και μετά το μηχανισμό της άμυνας: ο δεύτερος του κόστισε και πολύ ακριβά, αφού οι προσθήκες του στόπερ Φαν Ντάικ και του τερματοφύλακα Αλισον αποτελούν δυο από τις ακριβότερες μεταγραφές στην ιστορία της. Όπως όμως και να έφτασε ο Γερμανός σε αυτό το αποτέλεσμα, η δουλειά του υπήρξε σπουδαία.
Ο Κλόπ δημιούργησε μια επίθεση φτιαγμένη από τρεις καταπληκτικούς με τη μπάλα στα πόδια τύπους, που ενώ είναι όλοι φορ που τελειώνουν φάσεις (με τον τρόπο τους…), ξέρουν και την τέχνη της γερμανικής συνεργασίας: το γκολ του Φιρμίνο κόντρα στη Φλαμένγκο το μαρτυρά. Ο Βραζιλιάνος, ο Μανέ και ο Σαλάχ, δεν είναι εξτρέμ, έχουν πάντα το μυαλό τους στο γκολ, αλλά δεν ξεχνούν ότι έχουν συμπαίκτες. Η δική τους αποτελεσματικότητα υπήρξε ένα από τα μυστικά της καταπληκτικής χρονιάς – όχι όμως το μόνο. Για τον Φαν Ντάικ και την συμβολή του στην αμυντική βελτίωση της ομάδας δεν χρειάστηκε να γραφτούν πολλά: ήταν τόσο φανερή και τόσο μεγάλη, που ο Ολλανδός, μέσα σε ένα χρόνο, κέρδισε τον τίτλο του καλύτερου του Τσάμπιονς λιγκ και θα μπορούσε να κερδίσει και τη Χρυσή Μπάλα. Ωστόσο ανάλογα τεράστια ήταν για μένα η προσφορά των δυο ακραίων μπακ: ο Αλεξάντερ Αρλοντ και ο Αντριου Ρόμπερτσον μπορεί να είναι σήμερα το καλύτερο ζευγάρι ακραίων μπακ στον κόσμο.
Η Λίβερπουλ του Κλοπ δεν έχει Μέσι και Ρονάλντο – είναι όμως μια άριστα δομημένη ομάδα στην οποία όλοι κάνουν τη δουλειά σωστά και η δουλειά είναι πάντα αυτή που προβλέπεται: στο ποδόσφαιρο του Κλοπ οι επιθετικοί σκοράρουν, οι αμυντικοί αμύνονται, οι μέσοι συνδέουν τις γραμμές – δεν υπάρχουν «ψευτοεννιάρια», κρυφά φορ, «δεκάρια» πολυτελείας, παίκτες που πρέπει να μάθουν να κάνουν κάτι άλλο από αυτό που γνωρίζουν να κάνουν.
Μέσα μάλιστα στη σεζόν ο Κλοπ απέδειξε πως πέρα από μια αρχική ενδεκάδα σφυραλατημένη από το χρόνο υπάρχουν και αναπληρωματικοί που μπορεί να κάνουν τη διαφορά: τη νίκη της στον ημιτελικό του Τσάμπιονς λιγκ με την Μπαρτσελόνα στο Ανφιλντ (στο ματς που λάμπρυνε τη χρονιά της) την υπέγραψαν ο Οριγκί και ο Σακίρι μαζί με τον ακούραστο Τζίμι Βαϊνάλντουμ. Είναι όμως η τακτική απλότητα το μυστικό της Λίβερπουλ των εφετινών θαυμάτων; Όχι φυσικά.
Οι απαραίτητες ανάσες
Στις εφετινές επιτυχίες της Λίβερπουλ μέτρησαν καθοριστικά μια σειρά από πράγματα που ξεπερνούν το τακτικό κομμάτι κι έχουν να κάνουν με την ίδια τη διαχείριση των ανθρώπων – διαχείριση που υπήρξε άριστη, όχι μόνο από την πλευρά του ηγέτη προπονητή αλλά και όλων όσων με την ομάδα εμπλέκονται: πρώτα από όλα έχω στο μυαλό μου τους οπαδούς της ομάδας. Οι δεκαετίες χωρίς πρωτάθλημα δεν απονεύρωσαν την Λίβερπουλ και τον κόσμο της, που έδειξε μια άγια υπομονή. Βοήθησε πολύ και ότι δεν έλειψαν οι τίτλοι: οι ευρωπαϊκοί ήταν ανάσες μεγάλες (κυρίως γιατί κατακτήθηκαν κόντρα στα προγνωστικά), οι εγχώριοι ήταν ανάσες απαραίτητες (γιατί κάθε κύπελλο θύμιζε ιστορίες υπέροχες).
Ωστόσο δίπλα σε αυτή την υπομονή προστέθηκαν τα τελευταία χρόνια κάποιες ιστορίες ποδοσφαιρικά τραγικές – σαν κάποιος να ήθελε αυτή την υπομονή να την δοκιμάζει ολοένα και περισσότερο. Άλλο είναι να μην κερδίζεις το πρωτάθλημα γιατί η ομάδα σου είναι ένα σκαλί κάτω από τις διεκδικήτριες, κι άλλο να το χάνεις γιατί στις 27 Απριλίου του 2014, 36η αγωνιστική της Πρέμιερ λιγκ, έχασες από την αδιάφορη Τσέλσι γιατί γλίστρησε ο Τζέραρντ, ο αρχηγός που υπεραγάπησες. Άλλο είναι να χάνεις τον τελικό του Τσάμπιονς λιγκ από την πανίσχυρη Ρεάλ κι άλλο να τον χάνεις γιατί ο τερματοφύλακάς σου τρελάθηκε κάνοντας πράγματα που δεν μπορεί να φανταστεί άνθρωπος. Άλλο είναι να χάνεις τον τίτλο από την πάμπλουτη Σίτυ κι άλλο αυτό να συμβαίνει σε μια σεζόν που έκανες ρεκόρ βαθμών και ήσουν αλάνθαστη. Όλα αυτά – και ειδικά ο τρόπος της απώλειας του περσινού πρωταθλήματος – θα μπορούσαν να τσακίσουν μια ομάδα, να βάλουν τον προπονητή ή τους παίκτες στο ειδώλιο του κατηγορουμένου, να σταθούν αιτία για αλλαγές: στο Λίβερπουλ αντιμετωπίστηκαν με ψυχραιμία και σύνεση, σαν όλοι να καταλάβαιναν ότι μόνο η ανθεκτικότητα θα κάνει στο τέλος τη διαφορά.
Η Λίβερπουλ κλείνει μια τρομερή χρονιά, όχι γιατί έκανε παραπάνω από όσα ήξερε ή γιατί ξόδεψε παραπάνω από όσα συνηθίζει, αλλά απλά γιατί συνέχισε να πιστεύει και γιατί απέφυγε το τόσο συνηθισμένο στην υπόλοιπη Ευρώπη παιγνίδι του καταλογισμού των ευθυνών. Δεν είναι ποτέ απλό να χάνεις: είναι όμως εξαιρετικά δύσκολο να μπορείς να κάνεις τη σωστή ανάγνωση στις ήττες και να καταλαβαίνεις πότε υπάρχει προοπτική. Πέρυσι η Λίβερπουλ έχασε ένα πρωτάθλημα που θα μπορούσε να διαλύσει την πίστη κάθε ομάδας: όταν στο τέλος του πρώτου γύρου ξέφυγε από τη Σίτυ με 7 βαθμούς, όλοι έλεγαν ότι δεν είναι απλά μια βέβαιη πρωταθλήτρια, αλλά ότι είναι η καλύτερη ομάδα του κόσμου. Σήμερα πέτυχε το δεύτερο χωρίς να πετύχει, κόντρα στις προβλέψεις, το πρώτο.
Ένα μάθημα στήριξης
Φέτος υπήρξαν διάφορες ενστάσεις για διάφορες βραβεύσεις: με τη Χρυσή Μπάλα του Μέσι π.χ έγινε χαμός. Όμως στο τέλος της χρονιάς η Λίβερπουλ που πανηγυρίζει μόνη στην κορυφή του κόσμου απολαμβάνει μια γενική αναγνώριση: μέσα στη χρονιά συνέχισε να βελτιώνεται, παρόλο που ως ομάδα έμεινε ίδια. Αναρωτιέμαι ποια άλλη ομάδα που έχασε πέρυσι ένα πρωτάθλημα όπως η Λίβερπουλ θα αντιστεκόταν στον πειρασμό του να προσθέσει παίκτες και ποια άλλη εξέδρα δεν θα απαιτούσε κάτι τέτοιο ουρλιάζοντας για αλλαγές και ενισχύσεις, «γιατί η ομάδα έφτασε τόσο κοντά». Νομίζω καμία.
Η Λίβερπουλ κέρδισε μέσα στο 2019 τίτλους τεράστιους – επισημαίνω απλά ότι η ιστορία της δείχνει πως όταν φτάνει στην κορυφή χτίζει δυναστείες: δεν είναι ποτέ περαστική από αυτή. Η ίδια μπορεί να ονειρεύεται νέες επιτυχίες μέσα στο 2020. Εμείς από την άλλη πήραμε ένα μάθημα για το τι σημαίνει πραγματική στήριξη σε προπονητές και παίκτες που κάνουν ό,τι μπορούν με στόχο πάντα το καλύτερο. Λίγοι θα το καταλάβουν το μάθημα: αυτό που στο Ανφιλντ είναι αυτονόητο, μακριά από αυτό είναι σχεδόν ακατανόητο. Για αυτό και οι θρίαμβοι της Λίβερπουλ είναι για τους οπαδούς της και μόνο.
πηγή: karpetshow.gr