Το 1987 δεν έμοιαζε να είναι μια σημαντική χρονιά για την Ελλάδα και τους Ελληνες. Δεν ήταν έτος εκλογών, ώστε να τσακωνόμαστε μεταξύ μας. Δεν γιορτάστηκε κατά τη διάρκεια του κάποια σημαντική επέτειο. Κάποιοι σπουδαίοι Ελληνες έφυγαν (ο Νίκος Σταυρίδης κι ο Κάρολος Κουν ήταν οι διασημότεροι) και κάποιοι που θα γίνονταν σπουδαίοι γεννήθηκαν, αλλά τότε ήταν δύσκολο να φανταστείς ότι η χρονιά είναι σημαντική γιατί γεννήθηκε π.χ η Ελένη Φουρέιρα.
Ο Ολυμπιακός στο ποδόσφαιρο είχε κερδίσει ένα πρωτάθλημα που κανείς δεν πίστευε πως θα ήταν το τελευταίο, πριν από μια εποχή διωγμών που ονομάστηκαν «Πέτρινα χρόνια». Ο Νίκος Αναστόπουλος έφευγε για την Αβελίνο, για να γίνει ο πρώτος Ελληνας που θα έπαιζε στο καμπιονάτο και θα κυκλοφορούσε με Zegna. Η Αθήνα άκουγε «9,84», το δημοτικό ραδιόφωνο που είχε ξεκινήσει να εκπέμπει πειραματικά το Μάιο. Ο Γιώργος Κοσκωτάς ήταν ένας ευυπόληπτος επιχειρηματίας, που είχε μόλις αγοράσει την Καθημερινή. Οι Τούρκοι απειλούσαν ότι θα κάνουν έρευνες στο Αιγαίο με το Σισμίκ, αλλά από απειλές είχαμε συνηθίσει. Ο κόσμος τραγουδούσε το «ο λαός τραγούδι θέλει» του Στράτου Διονυσίου και τα ελληνάκια χόρευαν στις ντίσκο το Bad του Μάικλ Τζάκσον. Δεν θα θυμόμασταν τίποτα από το 1987, ούτε καν το μεγάλο καύσωνα του καλοκαιριού του.
Κι όμως αυτή η χωρίς συγκινήσεις χρονιά μας έδωσε την μεγαλύτερη: την κατάκτηση του Πανευρωπαϊκού Πρωταθλήματος του μπάσκετ – σήμερα συμπληρώνονται τριάντα χρόνια από τη βραδιά που ο Παναγιώτης Γιαννάκης δαφνοστεφανωμένος σήκωσε το τρόπαιο στο Ειρήνης και Φιλίας και το Final Countdown έβαζε σοβαρή υποψηφιότητα να αντικαταστήσει τον Εθνικό Υμνο.
Μια χώρα, μια λατρεία
Στα τριάντα χρόνια που ακολούθησαν έγιναν όλα γνωστά για τον θρίαμβο του 1987 – κι ευτυχώς στο μπάσκετ ακολούθησαν κι άλλοι θρίαμβοι. Παρόλα αυτά, όταν μιλάω για εκείνες τις μέρες με φίλους που δεν τις έζησαν, πάντα καταλαβαίνω ότι οι μικρότεροι έχουν μια δυσκολία να κατανοήσουν το πώς ακριβώς η χώρα έζησε την πρωτόγνωρη εκείνη εμπειρία. Η κατάκτηση του Euro του 2004 από την ομάδα του Ρεχάγκελ έχει κάποιες ομοιότητες, κυρίως ως προς το σκέλος των πανηγυριών, ωστόσο υπάρχουν κάποιες βασικές διαφορές: η ποδοσφαιρική ομάδα δεν ήταν γηπεδούχος, οι Ελληνες και πριν το θαύμα της Πορτογαλίας είχαν ζήσει θριάμβους, και όποιοι πανηγύριζαν γνώριζαν τι είναι το ποδόσφαιρο – τουλάχιστον τα βασικά του. Το 1987 η λατρεία για την ομάδα του μπάσκετ εξαπλώθηκε στη χώρα μέσα σε ένα δεκαήμερο, σαν ιός που φούντωσε και για τον οποίο κανείς δεν ήθελε να βρεθεί αντίδοτο. Το ΣΕΦ έγινε ξαφνικά η πρωτεύουσα του κόσμου. Οι παίκτες, με πρώτο πάντα τον Γκάλη, αποκτούσαν ώρα με την ώρα χαρίσματα μυθικά.
Και το πιο παράξενο; Ένα τεράστιο κομμάτι της χώρας πανηγύριζε και συγχρόνως μάθαινε το σπορ, που στους περισσότερους ήταν γοητευτικά άγνωστο. Υπάρχει μια ωραία ιστορία που λέει ένας φίλος μου που είδε τον τελικό στο ΣΕΦ με τον αδερφό του και τον πατέρα του. Όταν ο Καμπούρης ευστόχησε στις βολές, ο πατέρας του, άνθρωπος ψύχραιμος, παρακάλεσε τους τριγύρω στην εξέδρα να μην πανηγυρίζουν γιατί «η παράταση έχει και δεύτερο ημίχρονο». Και μιλάμε για ανθρώπους που ήταν στο γήπεδο.
Ενας μοναδικός οργασμός
Δεν θα γίνει ποτέ τίποτα ανάλογα στην Ελλάδα – μόνο και μόνο για αυτό. Οσο για το είδος της χαράς που νοιώσαμε την κατάλαβα χρόνια αργότερα διαβάζοντας το αριστουργηματικό Fever Pitch του Νικ Χόρνμπι. Σε αυτό υπάρχει ένα κεφάλαιο στο οποίο ο Χόρνμπι περιγράφει την κατάκτηση ενός πρωταθλήματος από την Αρσεναλ, χάρη σε μια εκτός λογικής νίκη στο Ανφιλντ, τελευταία αγωνιστική, με 0-2 κόντρα στη Λίβερπουλ που αν έχανε μόνο με 0-1 έβγαινε αυτή πρωταθλήτρια. Ο Χόρνμπι λέει ότι όταν είδε τον Ράιτ να σκοράρει ένοιωσε «σαν τον κατάδικο που βγήκε από την φυλακή και πήγε με γυναίκα μετά από δεκαπέντε χρόνια κι αντί να τελειώσει σε δευτερόλεπτα, είχε τον οργασμό της ζωής του». Παραφράζοντας την ιστορία λέω πως το τρόπαιο του 1987 ήταν σαν ένας πιτσιρικάς να κάνει σεξ για πρώτη φορά στη ζωή του και να έχει τον πρώτο, τον μεγαλύτερο και ίσως και τον μοναδικό αληθινό οργασμό. Μολονότι επιτυχίες πολλές ακολούθησαν αυτός ο οργασμός της πρώτης φοράς υπήρξε για πολλούς αξεπέραστος.
Είχα προλάβει κι άλλα
Εγώ ήμουν από τους τυχερούς που το μπάσκετ δεν το ανακάλυψα το 1987: έχω προλάβει κι έχω δει την Εθνική στους καιρούς που εποποιία ήταν μια νίκη στην Τουρκία, που έδινε πρόκριση για τα τελικά του Πανευρωπαϊκού – ο Γκάλης δεν είχε καν έρθει κι ομοσπονδιακός ήταν ο ξανθός. Ημουν τυχερός γιατί μπόρεσα να δω την διοργάνωση, καταλαβαίνοντας την δυσκολία της: ακόμα και τώρα όταν σκέφτομαι τον τελικό με τους Σοβιετικούς λέω πως δεν έχουμε ελπίδες κι ας τους ξανακερδίσαμε και δυο χρόνια αργότερα, όταν είχαν στην Σερβία και τον Σαμπόνις. Ως καλός γνώστης του αντικειμένου εκεί που οι άλλοι έβλεπαν το μεγαλείο της ψυχής, εγώ έβλεπα ικανότητες κι εκεί που οι άλλοι έβλεπαν την ιστορία, εγώ έβλεπα την υπέρβαση. Κυρίως χαιρόμουν και θαύμαζα αυτή την πολιτιστική επανάσταση, που έφερνε σε κάθε σπίτι η φωνή του Φίλιππα Συρίγου, που πραγματικά άλλαζε τη χώρα και τα γούστα της, προσθέτοντας σε αυτά αυτή που αργότερα ονομάστηκε «επίσημη αγαπημένη». Την αγωνία ενός λαού ολόκληρου να καταλάβει ένα σπορ, είναι κάτι που δεν το ξανάζησα ποτέ. Και ήταν εξίσου υπέροχο με την τελική νίκη.
Η μπάλα στο καλάθι
Οντας παρατηρητής εκείνης της ιστορίας δεν θα ξεχάσω ποτέ τα παιδιά του 1987: δεν μιλάω για τους καταπληκτικούς παίκτες, που έτσι κι αλλιώς τους αγαπούσα ως πιτσιρικάς και πριν γίνουν πρωταθλητές Ευρώπης, αλλά αναφέρομαι σε όλους εκείνους που τότε ανακάλυψαν το μπάσκετ. Τα παιδιά του 87, που εκείνο το ανεπανάληπτο καλοκαίρι προσέγγισαν το σπορ με αγνότητα και πάθος, έμαθαν να το κατανοούν με ένα τρόπο πολύ ξεκάθαρο, γιατί το μυαλό τους ήταν άδειο από έννοιες υπερβολικά τεχνικές που μπήκαν στη ζωή μας αργότερα. Ολοι αυτοί που το 1987 ερωτεύτηκαν ως φίλαθλοι το σπορ, με την καρδιά τους και τον νεανικό αγνό τους ενθουσιασμό, βλέπουν ακόμα και σήμερα ένα σπορ στο οποίο η δημιουργία είναι αξιοσέβαστη, ο σκόρερ είναι ένας αρτίστας, όπως ο Γκάλης, ο αρχηγός είναι πάντα ηγέτης, όπως ο Γιάννακης, ο πολυσύνθετος είναι ευλογία, όπως ο Φάνης και ο σπουδαίος ψηλός, αυτός που κάνει τη διαφορά, όπως ο Φασούλας.
Τα παιδιά του ‘87 πιστεύουν ότι όλα πρέπει να γίνονται για να μπει η μπάλα στο καλάθι, ότι πόντους πρέπει μια ομάδα να παίρνει από όλους, ότι από τον πάγκο πρέπει να έρχονται παίκτες με προσωπικότητα, όπως ο Λιβέρης και ο Ιωάννου κι ότι ένας τίμιος γίγαντας σαν τον Καμπούρη δεν μπορεί παρά να γράψει τον μεγάλο επίλογο. Κι ότι ένας Νίκος Φιλίππου, ταχύτατος στο παρκέ και καλαμπουρτζής ακόμα και με το πόδι μπαταρισμένο, είναι πάντα απαραίτητος. Τα παιδιά του 87 δεν μιλάνε για τριγωνικές επιθέσεις, πικ εν ρολ, αδύναμες πλευρές – αυτά τα μάθαμε αρκετά χρόνια αργότερα. Και μεταξύ μας ποτέ δεν τους δώσαμε σημασία.
Ανάγκη για επιτυχίες
Τριάντα χρόνια μετά το ελληνικό μπάσκετ δεν έχει ανάγκη από γιορτές, αλλά από επιτυχίες. Θα είχαμε μεγαλύτερες πιθανότητες να ξαναδούμε τέτοιες αν ξαναβρίσκανε τις χαμένες αξίες, ακόμα κι εκείνη την παλιά ωραία γλώσσα του Φίλιππα. Ας ξαναθυμηθούμε τα απλά: αυτά που στην πορεία χάσαμε για να δείξουμε ότι μεγαλώσαμε, ενώ είμαστε πάντα παιδιά. Παιδιά του ΄87…
πηγή: karpetshow.gr