Περίμενα να περάσουν λίγες για να γράψω κάτι για το αντίο του Λίο Μέσι στην Εθνική Αργεντινής, ελπίζοντας ότι ο άσος της Μπαρτσελόνα θα ανακαλέσει την εν θερμώ απόφασή του. Η ήττα από τη Χιλή, δεύτερη σερί χρονιά σε τελικό του Κόπα Αμέρικα κι αυτή τη φορά μετά από μια μέτρια δική του εμφάνιση, είναι το είδος του αποτελέσματος που σε κάνει να πεις μια κουβέντα παραπάνω: δημιουργεί το είδος της προσωπικής απογοήτευσης, που σε οδηγεί να τα βάζεις κυρίως με τον εαυτό σου. Το να χάνεις δυο φορές από τον ίδιο αντίπαλο στο ίδιο τουρνουά, όταν είσαι ένας τόσο μεγάλος παίκτης, σε τρελαίνει. Σε μια ανάλογη κατάσταση είπε αντίο στην Εθνική Γαλλίας κάποτε ο Μισέλ Πλατινί. Η Γαλλία του είχε χάσει από τους Γερμανούς στον ημιτελικό του παγκοσμίου κυπέλλου του 1986, τέσσερα χρόνια μετά τον αποκλεισμό της πάλι από τους Γερμανούς στο μουντιάλ του 1982. Ο Πλατινί γράφει στη βιογραφία του ότι εκείνο το βράδυ στο Μεξικό πήρε ένα αυτοκίνητο και περιπλανήθηκε στην Πόλη του Μεξικού προσπαθώντας να γλυτώσει από τον εαυτό του! Υποθέτω πως κάτι αντίστοιχο ένοιωσε κι ο Μέσι πριν λίγες μέρες.
Πάντα υπό κρίση
Είναι παράξενη η ιστορία του Μέσι με την Εθνική Αργεντινής χωρίς αμφιβολία. Ξεκινά με μια κατάκτηση του Παγκοσμίου κυπέλλου Νέων το 2005, αλλά γενικά είναι μια κακή ιστορία – μια ιστορία δυσπιστίας και παράπονων, πιστεύω συχνά ανομολόγητων. Και φυσικά είναι μια ιστορία προδομένων απαιτήσεων. Όχι τυχαία ο Μέσι τελειώνει άσχημα όλα τα μεγάλα τουρνουά, στα οποία έχει πάρει μέρος με την Αργεντινή: παρασύρεται τόσο πολύ από τις προσδοκίες, που δεν κάνει ούτε καν μια στοιχειώδη διαχείριση δυνάμεων, που κάθε αθλητής του επιπέδου, του επιβάλλεται να μπορεί να κάνει. Γιατί; Γιατί παρόλο που είναι πρώτος σκόρερ στην ιστορία της Εθνικής Αργεντινής και έχει φορέσει φορές 115 την φανέλα της, νοιώθει υπό κρίση.
Δημιούργημα της Μασία
Ο Μέσι δεν είναι δημιούργημα του ποδοσφαίρου της Αργεντινής, αλλά δημιούργημα της Μασία. Εξ αρχής προσπαθεί να πείσει για την αξία του τους συμπατριώτες του, που βλέπουν στο πρόσωπό του το προικισμένο παιδί που έρχεται να βοηθήσει τη χώρα: ο Μέσι επιστρέφει κι επιστρέφει συνέχεια – αλλά αντιμετωπίζεται πάντα ως ο νεαρός προνομιούχος που στην πατρίδα χρωστάει πολλά. Είναι άγνωστος για τους Αργεντίνους κι άγνωστος παραμένει: κανείς δεν αμφισβητεί το πατριωτικό του φρόνημα, αλλά κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά ότι τον γνωρίζει. Για να τον αγαπήσουν πρέπει από την αρχή να δικαιολογήσει στην χώρα του τον θόρυβο που τον συνοδεύει. Δεν τον μεγάλωσε η Αργεντινή το Μέσι, ο Μέσι προσπάθησε να μεγαλώσει την Αργεντινή. Του συμβαίνει εκεί το ακριβώς αντίθετο από αυτό που έχει συνηθίσει στην Μπαρτσελόνα, που είναι το μοναδικό σπίτι του. Εκεί καμία σύγκριση με τον Μαραντόνα δεν τον καταδιώκει και κανένας δεν ζητά από αυτόν ν αποδείξει τίποτα: τον αγαπούν σαν παιδί τους, γιατί παιδί τους είναι.
Η λάθος σύγκριση
Η σύγκριση με το Μαραντόνα είναι σίγουρο ό,τι του έχει προκαλέσει ένα τεράστιο άγχος: η ιστορία απόδειξε ότι είναι μια λάθος σύγκριση. Οι Αργεντίνοι έχουν ανάγκη να βρουν το νέο Μαραντόνα – μοιάζουν με έθνος πιστών χωρίς θρησκευτικό ηγέτη. Βλέπουν για χρόνια το νέο Μαραντόνα στα πρόσωπα πολλών χαρισματικών πιτσιρικάδων: το σταυρό του μαρτυρίου σήκωσαν ο Ορτέγκα, ο Κλάουντιο Λόπεζ, ο Αϊμάρ κι ένα σωρό άλλα μαραντονάκια που πρόδωσαν τις απαιτήσεις. Ο Μέσι έχει πολλά από αυτά που χρειάζονται για να διαδεχτείς το Μαραντόνα, αλλά έχει και μια τρομερή διαφορά: η αντίληψή του για το ποδόσφαιρο είναι ολότελα διαφορετική από αυτή του Ντιέγκο. Ο Μαραντόνα χρησιμοποιεί το ποδόσφαιρο για να προκαλέσει, να εκδικηθεί, να καταγγείλει, να επιβληθεί ως προσωπικότητα. Ολη η καριέρα του, μικρή αφού στην ηλικία που είναι σήμερα ο Μέσι αυτός έχει σταματήσει, δεν είναι παρά ένα σόου, στο οποίο ο ίδιος πρωταγωνιστεί αλλάζοντας ρόλους κατά περίσταση: είναι ο γοητευτικός λατίνος αλήτης που διαλύει τον τελικό του Coppa del Re, είναι επιθετικός, είναι ο σταρ που στήνει τον Πάπα, είναι ο επαναστάτης ποπολάρος της Νάπολι, είναι ο άνθρωπος που σκοράρει με το χέρι και το δείχνει. Χρόνια τώρα όλοι κάνουμε το ίδιο λάθος: συγκρίνουμε το Μέσι με το Μαραντόνα εστιάζοντας στα αγωνιστικά τους χαρακτηριστικά και ξεχνάμε ότι είναι πρώτα από όλα δυο ατελείωτα διαφορετικοί (και αταίριαστοι) άνθρωποι. Η σύγκριση με το Μαραντόνα διαλύει το Μέσι γιατί έχει τη μικρότερη σχέση με το Ντιέγκο από οποιονδήποτε άλλο: ο Μέσι δεν τραβά την προσοχή παρά μόνο για τα ποδοσφαιρικά του κατορθώματα. Δεν θα δίχαζε ποτέ του την Ιταλία με δηλώσεις, δεν θα έκανε ποτέ επίθεση στη FIFA, δεν θα θεωρούσε ένα ματς με τους Αγγλους ευκαιρία εκδίκησης για την κατάληψη των Νήσων Φόκλαντ, δεν θα σκέφτονταν ποτέ να βάλει γκολ με το χέρι. Δεν είναι άγιος ο Μέσι: και φοροφυγάς είναι και προπονητές έδιωξε και πιθανότατα κάποιο λόγο για τις κλήσεις παικτών στην Εθνική Αργεντινής τον είχε και σίγουρα σε κάποιους ομοσπονδιακούς επέβαλε πολλά. Όμως αυτός την αγωνιστικότητα του, την όποια μαχητικότητά του και σίγουρα την ίδια την επιτυχία του, τη βασίζει πάνω σε κάτι απλό: στο κέφι του για να παίζει ποδόσφαιρο. Αυτό το κέφι για επίθεση, δημιουργία και διάκριση είναι η βενζίνη του, η ενέργεια του. Στη Μασία αυτό διδάχτηκε: να χαίρεται το ποδόσφαιρο και να διασκεδάζει και τον κόσμο παίζοντας με κέφι. Είναι καλύτερος ή χειρότερος του Μαραντόνα; Δεν έχει σημασία κι ας είναι η διάρκεια του ένα καλό επιχείρημα για όποιον θέλει να τον υπερασπιστεί. Στην πραγματικότητα ο Μαραντόνα κι ο Μέσι δεν συγκρίνονται: είναι στα μυαλά και στη συμπεριφορά τα δυο άκρα αντίθετα.
Στην Εθνική δεν είχε ποτέ κέφι
Ο Μέσι της Εθνικής Αργεντινής δεν είχε ποτέ κέφι. Οι πιεσμένοι άνθρωποι κέφι δεν έχουν. Η προσπάθεια του να κάνει μόνος του πολλά περισσότερα από όσα πρέπει, δημιουργεί την ίδια επαναλαμβανόμενη συνθήκη χάους: στους τελικούς, συμπαίκτες που ελάχιστα τον βοηθάνε, περιμένουν τα πάντα από τον ίδιο. Το αποτέλεσμα είναι ήττες, κλάματα και πίκρες. Ο κάθε τελικός είναι ένας πόλεμος: στον πόλεμο δεν υπάρχουν χαρές. Ο Μέσι δεν μπορεί να μην χαίρεται το ποδόσφαιρο. Όταν πάψει να το χαίρεται θα σταματήσει να παίζει και θα μας πει αντίο, όπως ακριβώς αντίο είπε και στην Εθνική.
Μολονότι οι Αργεντίνοι θα κάνουν τα πάντα για να τον μεταπείσουν, ας αρχίσουμε να συνηθίζουμε στην ιδέα ότι δεν θα τον δούμε με τη φανέλα της Εθνικής να διαπρέπει ποτέ…
πηγή: karpetshow.gr