Ήταν Μάιος του 2004 όταν ο Κάρλος Κεϊρόζ απολύονταν απ’ την ηλεκτρική καρέκλα του προπονητή της Ρεάλ Μαδρίτης. «Ήταν ένα απ’ τα μεγαλύτερα λάθη που έχω κάνει» δήλωσε ο πρόεδρος της ομάδας, Φλορεντίνο Πέρεθ. «Νομίζαμε πως η ομάδα δεν είχε ανάγκη από κάποιον που πρέπει να χτυπά το χέρι στο τραπέζι. Μεγάλο λάθος». Κάπως έτσι, ο Χοσέ Αντόνιο Καμάτσο, έφτασε στη Μαδρίτη για να αντικαταστήσει τον Κεϊρόζ. Με λίγα λόγια, για να γίνει ο άνθρωπος που θα τραβούσε το «χαλινάρι» των «Γκαλάκτικος» τη χρονιά που θα ακολουθούσε.
Όχι όμως κάποιων απλών και ταπεινών παικτών, αλλά αυτών που είχαν μάθει να λειτουργούν και να συμπεριφέρονται ακριβώς όπως τα πιο κακομαθημένα παιδιά ενός, ανήμπορου να τα συνετίσει, πάμπλουτου πατέρα. Φυσικά και δεν ήταν ακόμα μία δύσκολη αποστολή. Ήταν κάτι πολύ περισσότερο. Μια αποστολή αυτοκτονίας, με ποσοστό να βγει εις πέρας πιο χαμηλό κι απ’ του φετινού ΠΑΟ, πίσω από τα 6.75, στο μπάσκετ.
Τον Σεπτέμβριο του 2004, και πριν τον αγώνα με την Εσπανιόλ, ο Καμάτσο αποφασίζει να μην χρησιμοποιήσει τον Ντέιβιντ Μπέκαμ και τον αρχηγό της ομάδας, Ραούλ. Λογικά επειδή δεν είχε καταλάβει ακόμα πως λειτουργεί ένας προπονητής της Ρεάλ Μαδρίτης. Η Ρεάλ θα ηττηθεί με 1-0 αλλά δεν ήταν αυτό το μεγαλύτερο πρόβλημα. Εκπρόσωποι της adidas θα διαμαρτυρηθούν, επισήμως μάλιστα, στον Πέρεθ για την μη συμμετοχή του Άγγλου σούπερ σταρ (που είχε τεράστιο συμβόλαιο με την εταιρεία τους), παρουσιάζοντας αναλυτικά πόσα χρήματα είχαν χάσει. Φυσικά και το μεγάλο αφεντικό ανέλαβε αμέσως δράση. Χωρίς πολλές σκέψεις και χρονοτριβές. Ο Καμάτσο κατάλαβε. «Επόμενος προπονητής είναι ένας άνθρωπος που εκτιμώ βαθύτατα. Ο Μαριάνο Γκαρσία Ρεμόν. Του ευχόμαστε καλή τύχη. Στη Ρεάλ έχουμε μάθει να κάνουμε υπομονή. Ο Μαριάνο έχει όσο χρόνο θέλει για να φτάσουμε και πάλι σε μεγάλους θριάμβους». Με αυτή τη λιτή δήλωση, ο ισχυρός άνδρας της ομάδας, καλωσόριζε τον νέο προπονητή αλλά ουσιαστικά αναποδογύριζε την κλεψύδρα του χρόνου του. Οι δημοσιογράφοι είχαν ήδη αρχίσει, γελώντας, να βάζουν στοιχήματα πόσο θα άντεχε ο νέος προπονητής. Ένα μήνα; Δύο μήνες; 20 μέρες; Μία βδομάδα; Όλα ήταν πιθανά.
Η ιστορία θα συνεχιστεί με μπόλικες δόσεις παρασκηνίου σαν μυθιστόρημα γραμμένο απ’ τον Φρανσουα Φορεστιέ, όχι για κάποια σπουδαία ομάδα ποδοσφαίρου όπως είναι η Ρεάλ Μαδρίτης αλλά για την πολιτική κατάσταση των ΗΠΑ την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Ήταν η εποχή που o Ρονάλντο (ο Βραζιλιάνος) είχε πάρει αρκετά κιλά και -όπως ήταν λογικό- είχε αρχίσει να χάνει την φόρμα του. Τα άρθρα των εφημερίδων, κυρίως αυτών που βρίσκονται απέναντι, μιλούσαν όλο και περισσότερο για τα νυχτοπερπατήματα του Βραζιλιάνου παρά για τα τέρματα και τα τσαλιμάκια του. Δίπλα σε όλα αυτά, τα γόνατά του πονούσαν, και πάλι, υπερβολικά. Ο Ρεμόν θα επιλέξει να τον αφήσει στον πάγκο για το ματς με την Σεβίλλη. Ο Ρονάλντο άλλωστε δεν μπορούσε να αγωνιστεί, εκείνη την εποχή, για πάνω από 20-30 λεπτά και η Ρεάλ θα γνωρίσει ακόμα μία ήττα. Ο Φλορεντίνο Πέρεθ, θα τηλεφωνήσει αμέσως στον προπονητή Ρεμόν. Βρίσκεται σε έξαλλη κατάσταση και ακολουθεί ο παρακάτω σύντομος διάλογος που φανερώνει πολλά για το πως διαχειρίζεται αυτές τις καταστάσεις ο πανίσχυρος άνδρας των Μαδριλένων.
(Ντριν. Ντριν. Ντριν)
«Παρακαλώ»
«Ποιος νομίζεις πως είσαι και αφήνεις τον Ρονάλντο στον πάγκο.»
«Είμαι ο προπονητής».
«Ξέρεις τι συμβόλαια υπάρχουν»
«Σας είπα. Είμαι ο προπονητής. Το θέμα είναι καθαρά αγωνιστικό»
(Τουτ. Τουτ. Τουτ)
Την επόμενη μέρα θα βρεθεί και αυτός χωρίς δουλειά. Επόμενος άτυχος ο Βαντερλέι Λουξεμπούργκο, μπας και σώσει ακόμα μία χρονιά που έδειχνε να οδηγείται και αυτή προς την καταστροφή. Το πρόβλημα φυσικά και δεν ήταν οι προπονητές, άλλωστε και ο Λουξεμπούργο έφυγε τρεις μήνες αργότερα, ως αποτυχημένος. Όπως όλοι εκείνο το διάστημα. Η Ρεάλ Μαδρίτης μπορεί να διέθετε ένα σωρό πρωτοκλασάτους ποδοσφαιριστές αλλά κανένας προπονητής δεν μπορούσε να δουλέψει με την ησυχία του, προσπαθώντας να τους κάνει ομάδα. Πραγματική ομάδα. Ήταν αδύνατο. Πολλές φορές, για να χωρέσουν όλοι οι σούπερ σταρ στην βασική 11αδα, η ομάδα κατέβαινε στο γήπεδο με μόλις ένα κόφτη, στον άξονα, και πέντε επιθετικούς μπροστά του. Λες και έφτιαχνε το σύστημα νεαρός φοιτητής σε παιχνίδι στο FIFA. Στο amateur. Στο κανονικό ποδόσφαιρο αυτά δεν μπορούν να γίνουν. Ούτε γίνεται να βγάζει την βασική 11αδα ο πρόεδρος και οι χορηγοί. Ή μάλλον γίνεται αν λειτουργείς όπως η Ρεάλ Μαδρίτης εκείνης της περιόδου. Ο Πέρεθ, απ’ την άλλη, όσο έβλεπε τα έσοδα να μεγαλώνουν δεν μπορούσε να μην νιώθει ικανοποιημένος. Γνώριζε άλλωστε καλύτερα απ’ τον καθένα πως όταν δεν μπορείς να κερδίσεις τίτλους είναι καλό να κερδίζεις χρήματα. Η Ρεάλ Μαδρίτης μπορεί να μην κέρδιζε τίτλους αλλά είχε καταφέρει να ακούγεται παντού το όνομά της επειδή, πολύ απλά, είχε παίκτες όπως ο Ζιντάν, ο Φίγκο, ο Ραούλ, ο Μπέκαμ, ο Ρονάλντο και ο Μάικλ Όουεν. Ομάδα-όνειρο; Εμπορικά ναι.
«Είμαι ο πρόεδρος της Ρεάλ Μαδρίτης. Δεν θέλω όμως να με βλέπετε έτσι. Θέλω να είμαι για όλους εσάς ένας απλός επιστάτης. Ο άνθρωπός σας. Ο συνεχιστής μιας κληρονομιάς που ανήκει σε όλους τους Μαδριλένους». Αυτή είναι η δήλωση του Πέρεθ μετά τη νίκη του στις εκλογές για την προεδρία της ομάδας το 2000. Μια δήλωση στα όρια του φθηνού λαϊκισμού. Τότε είχε υποσχεθεί να εξαλείψει το τεράστιο χρέος που είχε η ομάδα και να φέρει στην ομάδα τον ηγέτη της αιώνιας αντιπάλου, Μπαρτσελόνα, τον Λουίς Φίγκο. Αν φυσικά κέρδιζε. Ουσιαστικά δεν ρίσκαρε αλλά τζόγαρε. Τζόγαρε το οικονομικό του μέλλον. Και κέρδισε μιας και αυτά που είχε υποσχεθεί δεν μπορούσαν να αφήσουν αδιάφορους τους φίλους της ομάδας. Ο Φλορεντίνο Πέρεθ είναι ο άνθρωπος που μεγάλη μερίδα, και της δικής μας χώρας, θα μπορούσε άνετα να ταυτιστεί μαζί του.
Ο πρόεδρος που δεν τον νοιάζει αν θα τον σέβεσαι – αρκεί να τον φοβάσαι. Ο άνθρωπος που θα πάρει πάντα αυτό που θέλει. Με κάθε τρόπο. Ηθικό και ανήθικο. Όπως προστάζει δηλαδή ο σύγχρονος πρωταθλητισμός. Κάπως έτσι έφτασε να επανεκλεγεί το 2004 με το συντριπτικό 95%, ρυθμίζοντας το χρέος, με τις πλάτες της Μαδρίτης και του κράτους, και αγοράζοντας κάθε καλοκαίρι από ένα σούπερ σταρ. Ο κόσμος άλλωστε πάντα θα θαμπώνεται απ’ τα λαμπερά φώτα, ασχέτως αν πίσω τους κρύβουν το πιο πηχτό σκοτάδι. Αυτό δεν νοιάζεται άλλωστε να το δει.
Ας δούμε μια όχι και τόσο γνωστή παλιά ιστορία. Ο διευθυντής της εφορίας της Ισπανίας, από το 1998 μέχρι το 2001, Ρουίθ Θαραμπό, αφηγείται μια ιστορία, όταν διεξαγόταν έρευνα απ’ τη Δίωξη Οικονομικού Εγκλήματος για ένα σωρό οικονομικά σκάνδαλα που δίπλα τους υπήρχε το όνομα της Ρεάλ Μαδρίτης. «Ο Πέρεθ είχε μπει στα γραφεία του Υπουργείου Οικονομικών και ζήτησε να δει τον Γ.Γ Ενρίκε Χιμένεθ-Ρέινα. Ο δεύτερος τον δέχτηκε με μεγάλη χαρά. Ο Πέρεθ εισέβαλε στο γραφείο και άρχισε να βρίζει θεούς και δαίμονες. Μιλούσε μάλιστα με τόσο υποτιμητικό τρόπο στον Ρέινα λες και δεν είχε μπροστά του κάποιο σημαντικό πρόσωπο αλλά τον τελευταίο υπάλληλο της εταιρείας του. Κάτι που και πάλι θα ήταν λάθος.
Τον θυμάμαι, φεύγοντας, να απειλεί πως αν δεν σταματήσει αμέσως η έρευνα, θα πάρει την ομάδα και θα αποχωρήσει από το πρωτάθλημα». Απ’ ότι βλέπετε αυτά τα τραγελαφικά δεν συμβαίνουν μόνο στη δική μας χώρα. Και δε το αναφέρω για ελαφρυντικό. Τα σκάνδαλα και οι υποθέσεις διαφθοράς φυσικά και δεν σταμάτησαν ποτέ να απασχολούν τον Πέρεθ και τη Ρεάλ Μαδρίτης μέχρι και τις μέρες και τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, αλλά πάντα, ο ισχυρός άνδρας καταφέρνει να βγαίνει αλώβητος. Αυτή είναι άλλωστε η μοίρα όλων των ισχυρών.
Το πιο ανήθικο απ’ όλα όμως δεν είναι ούτε ο πλήρης έλεγχος του ισπανικού Τύπου και η προπαγάνδα υπέρ του ίδιου, ούτε οι διάφοροι μαφιόζοι που κατά καιρούς μπορεί να διακρίνει κανείς δίπλα του, στις θέσεις «επισήμων» του Σαντιάγκο Μπερναμπέου αλλά το γεγονός πως ουσιαστικά έχει καταφέρει, με την πολιτική του, να εξελιχθεί σε ισόβιο πρόεδρο της ομάδας. Οι παράλογες απαιτήσεις που πλέον υπάρχουν για να μπορέσει κάποιος να θέσει υποψηφιότητα απέναντί του, τού δίνουν ουσιαστικά, την δυνατότητα να μην μπορεί να απειληθεί από κανένα. Πρώτον: οι οικονομικές απαιτήσεις-εγγυήσεις, που ζητά και ρυθμίζει ο ίδιος ο Πέρεθ, και που δεν μπορούν να υλοποιηθούν από κανένα, και δεύτερον: To γεγονός πως κάποιος που θα έχει την απαιτούμενη οικονομική επιφάνεια (λέμε τώρα) θα πρέπει παράλληλα να έχει συμπληρώσει και -τουλάχιστον- 20 χρόνια ως επίσημο μέλος της ομάδας.
Κάπως έτσι έχει αποκτήσει την δύναμη να λειτουργεί ως ο απόλυτος «άρχοντας» της ομάδας, να αλλάζει τους προπονητές σαν τα πουκάμισα, και να αγοράζει ό,τι καλύτερο κυκλοφορεί (όχι πάντα σε καθαρά αγωνιστική αξία).
Η πρώτη έλευση πάντως του Ζιντάν έδειξε πως είχε διορθώσει αρκετά απ’ τα λάθη, αφήνοντάς τον να δουλέψει για τρία σερί χρόνια και κατακτώντας τρία σερί Κύπελλα Πρωταθλητριών πριν επιστρέψει και πάλι στις επιλογές των αναλώσιμων (και αποτυχημένων) Λοπετέγκι και Σολάρι.
Η φετινή σεζόν ξεκίνησε με πολλά λάθη και εξελίχθηκε σε ναυάγιο. Ο Ζιντάν επέστρεψε ως Μεσσίας και ο Φλορεντίνο Πέρεθ είναι πανέτοιμος να του δώσει να διαχειριστεί ένα ποσό που θα αγγίζει τα 500.000.000 ευρώ ώστε να φέρει στην ομάδα το καλοκαίρι, όχι αυτούς που θέλει ο ίδιος ο Ζιζού, αλλά αυτούς που γουστάρει ο ίδιος ο Πέρεθ. Τον Εμπαπέ, τον Αζάρ, τον Πογκμπά, τον Θάνος απ’ το Infinity War των Anengers.
Απ’ την άλλη εγώ, ακόμα και τον Ζιντάν, δεν μπορώ να τον βλέπω να στέκεται πλέον δίπλα στον Πέρεθ. Τον αγαπημένο μου Ζιζού. Το τονίζω. Τον σπουδαιότερο μαέστρο. Τον τεράστιο αυτό αρτίστα που χόρευε (και) στο Μπερναμπέου, με το νούμερο-5 στην πλάτη, κάνοντας ακόμα και εκείνη την ιδιαίτερη φαλάκρα, να μοιάζει με άγιο -ποδοσφαιρικό- φωτοστέφανο.
Προσωπικά πρόεδροι όπως ο Φλορεντίνο Πέρεθ μου προκαλούν αποστροφή μιας και πρεσβεύουν όλα αυτά που βρίσκονται ακριβώς απέναντι από αυτά που θέλω εγώ να βλέπω στο ποδόσφαιρο, στον αθλητισμό και κατ’ επέκταση στην κοινωνία. Αυτοί που εκμεταλλεύονται τις ομάδες χωρίς να τις πονούν. Αυτοί που χαίρονται για τους τίτλους τους ξέροντας πως για να αποκτηθούν έχουν διαλυθεί ιδανικά. Ο πρόεδρος που φέρνει όποιον θέλει, διώχνει όποιον θέλει, σε απολύει αν δεν πας με τα νερά του, σε απειλεί αν σε δει απέναντι. Τα χειρότερα είδωλα ενός κατεστραμμένου αθλητισμού σε ένα σπασμένο καθρέφτη.
πηγή: sombrero.gr