Μέχρι πρότινος φάνταζε δύσκολο έως αδύνατο, να πείσουν οι διοικούντες ακόμα και τον πιο εύπιστο ΑΠΟΕΛίστα, ότι έχει γίνει η παραμικρή οργανωμένη προσπάθεια ανανέωσης του ρόστερ τουλάχιστον κατά την τελευταία πενταετία. Άλλωστε, ο όρος «ανανέωση» παραπέμπει σε εκτροπή από τον καθιερωμένο και αδιαπραγμάτευτο διπλό στόχο της κατάκτησης του πρωταθλήματος και την είσοδο σε ευρωπαϊκούς ομίλους, και άρα καθίσταται τοξικός επικοινωνιακά.
Έχοντας αναγάγει το συνεχές ράβε – ξήλωνε σε μακροπρόθεσμη στρατηγική επιλογή, ο Μάκης και η παρέα του (εφεξής «τα παιδιά») τζογάρισαν απερίφραστα στις πλάτες της ομάδας αλλάζοντας παίκτες (και προπονητές για να σε προλάβω) σαν τα πολύχρωμα πουκάμισα του – ομολογούμενος – πιο επιτυχημένου, και ταυτόχρονα του πιο αντιπαθούς στο ευρύ κοινό, προέδρου της εταιρείας ΑΠΟΕΛ (σημείωση: εγώ τον πάω γιατί ταιριάζει με το νησί μας). Εξ αποστάσεως και ελαφρά τη καρδία φαίνεται να τους βγήκε (!!) αφού όχι μόνο έκαναν το «6peat», αλλά εκπλήρωσαν και σε μεγάλο βαθμό τις προσδοκίες μας για ευρωπαϊκές επιτυχίες. Ίσως όμως αξίζει να εξετάσει κανείς μια διαφορετική οπτική γωνία.
Στο μεταξύ όπως ξέρουμε οι πολλές μεταγραφές κοστίζουν, και τα παιδιά είχαν τη μπάνκα γεμάτη και από ιδέες – άλλο τίποτα. Με ένα κορμό από ατόφιο ατσάλι, έκαναν πάρτι με τους μεγάλο-μάνατζερ «τζ’ ώσπου μας πάρει». Για να μην λέμε τα ίδια και τα ίδια, αφήνω στην άκρη την οικονομική πτυχή του θέματος η οποία αναλύεται εκτενέστερα σε σχετικό άρθρο του apoel.net, και στέκομαι καθαρά στο αγωνιστικό. Αυταπόδεικτα, ο αγωνιστικός κορμός «legacy» της εποχής Φοίβου – Γιοβάνοβιτς, φθάρηκε στο χρόνο με αποτέλεσμα το αισθητά υψηλότερο μπάτζετ να μην αρκεί από μόνο του για την επίτευξη των στόχων. Αυτό επιβεβαιώνεται και από την εκνευριστική δυσκολία που έχουμε φέτος να τελειώσουμε τη δουλεία, με τους βασικότερους ανταγωνιστές μας να παραπαίουν ελέω του βεβαρημένου προγράμματος.
Πόσοι και πόσοι αντί-Μοράις έχουν περάσει το κατώφλι του Αρχαγγέλου, και πόσοι άλλοι επίδοξοι παρτενέρ του έχουν έλθει και παρέλθει; Σε πόσες μεταγραφικές «επέστρεφε» ο εξωγήινος Αΐλτον, και σε πόσες ο «ΑΠΟΕΛίστας» Ντε Βινσέντι; Η επικίνδυνη παλινδρόμηση κράτησε μέχρι που ο πρώτος κρέμασε ουσιαστικά τα παπούτσια του, και ο δεύτερος ξέμεινε από εναλλακτικές και επέστρεψε στην ομάδα έχοντας να παίξει από τότε που ο Μέσι έβαφε το μαλλί του ξανθό.
Υπήρξαν όμως και εκλάμψεις, που δυστυχώς στις πλείστες των περιπτώσεων συνδέονταν με τους «εποχιακούς» προπονητές μας. Λ.χ. ο Γερμανός Μάρτιν Λάνιγκ, που έπαιξε στην ομάδα μας το 2015 και μοιραία έφυγε πακέτο μαζί με τον Φίνκ. Τώρα που το σκέφτομαι, θυμάται κανείς γιατί έφυγε ο Φίνκ;
Ο Μάκης και η παρέα του έκτισαν το προφίλ του «whatever it takes» για να κατακτήσουμε το πρωτάθλημα, και κατέστησαν σαφές ότι δεν θα δίσταζαν να αλλάξουν προπονητές και επιτελεία, αλλά και να κάνουν μεταγραφές με το τσουβάλι προκειμένου να παραμείνουμε στην κορυφή. Την τελευταία διετία, το προφίλ αυτό αποδομείται τεχνηέντως και επιχειρείται αποστασιοποίηση των παιδιών από το αγωνιστικό-διοικητικό κομμάτι, ως μοντέρνος ευρωπαϊκός σύλλογος που είμαστε – τρομάρα μας (!). Τώρα που άδειασε το ταμείο, πολύ βολικό δεν νομίζεις;
Παρά την βολική και ίσως ύποπτη προσαρμοστικότητα που διαφαίνεται, τα δείγματα γραφής των Τέτι – Τραμετσάνι είναι πέρα για πέρα θετικά στον συγκεκριμένο τομέα. Όχι ότι είχαν την ευκαιρία να κάνουν ουσιαστικές προσθαφαιρέσεις στο ρόστερ, άλλα περισσότερο με τη διάθεση που έδειξαν να επενδύσουν ποδοσφαιρικά στους υφιστάμενους νεαρούς. Ευτυχώς οι μεταγραφές Ιανουαρίου αφήνουν υποσχέσεις, και φαίνονται ικανές να δώσουν στον Τραμετσάνι «flexibility» σε ότι αφορά το σύστημα, στο τέλος όμως ξυρίζουν τον γαμπρό. Ταυτόχρονα, δεν μπορεί κανείς να μειώσει την διορατικότητα του Μάκη για την αγορά νεαρών παικτών στα πλαίσια του «buy-to-sell», με τις μεταγραφές Ντέβι, Πιέρου, Σάλαϊ (σ.σ. πωλήσεις) και Ταάμαρι να μιλούν από μόνες τους.
Κατά τα φαινόμενα, η ανανέωση δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση, και είναι κάτι που γίνεται σταδιακά, με πλάνο και με την βοήθεια του ‘Ύψιστου. Ο Μάκης και η παρέα του έπαθαν, και στην ουσία έμαθαν(;) πάνω μας. Ελπίδα όλων μας να τα καταφέρουν και φέτος.
Με εκτίμηση,
Ρίφι