Το 1989, όταν διάβαζα μανιωδώς την Γκαζέτα Ντελο Σπορτ για να βελτιώσω τα ιταλικά μου, είχα κολλήσει με ένα κομμάτι, στο οποίο ο συντάκτης περιέγραφε το πώς η Λέτσε έκανε το καταπληκτικότερο κόλπο του καλοκαιριού πουλώντας τον νεαρό Ριτσιτέλι στη Ρόμα για περίπου (σημερινά) 5 εκατομμύρια ευρώ. Η άποψη της εφημερίδας μου είχε φανεί ακατανόητη. Πρώτον γιατί μέχρι τότε νόμιζα ότι στο ποδόσφαιρο επιτυχία κάνεις μόνο αν αγοράζεις ένα παίκτη κι όχι αν τον πουλάς. Δεύτερον γιατί οι οπαδοί της Ρόμα πανηγύριζαν για την απόκτηση του Ιταλού άσσου τον οποίο είχαν βαφτίσει «Ριτσι-γκόλ». Βλέποντας μετά από μήνες τα λίγα που έκανε ο «Ρίτσι – γκολ» (τρομάρα του…) στη Ρόμα κατάλαβα ότι όντως το κόλπο το χε κάνει η Λέτσε! Το να πουλάς είναι τέχνη, το να αγοράζεις ανάγκη. Το να πουλάς στην τιμή που θες είναι δεξιοτεχνία. Αυτή είναι η ιστορία της πώλησης του Παναγιώτη Ρέτσου: αν πουληθεί 22 εκατ ευρώ θα είμαστε μπροστά στην εντυπωσιακότερη πώληση που έχει γίνει ποτέ στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Ο Μιραλάς και ο Ριέρα
Ο Ολυμπιακός του Μαρινάκη έχει μάθει να πουλάει: το έμαθε πρώτα από όλα αγοράζοντας ακριβά. Στο ξεκίνημα του στον Ολυμπιακό ο Μαρινάκης έκανε δυο πολύ ακριβές για τα ελληνικά δεδομένα μεταγραφές: αγόρασε τον Μιραλάς, που είχε αρχικά αποκτηθεί ως δανεικός και τον Αλμπερτ Ριέρα. Χάρη σε αυτές τις δυο αγορές, αλλά και στα μεγάλα συμβόλαια που έδωσε σε παίκτες όπως ο Ιμπαγάσα, ο Πάντελιτς, ο Μοντεστό, ο Ρόμενταλ, ο Μαρινάκης τράβηξε την προσοχή μερικών σπουδαίων Ευρωπαίων αντζέντηδων – ο Ζάχαβι είχε συνεργαστεί με τον Ολυμπιακό και παλιότερα, στην παρέα προστέθηκαν ο Ενροτό, ο Ραϊόλα, ο Ραμαντάνι, ο Πολ Κουτσολιάκος, που είναι ο άνθρωπος πίσω από την ιστορία του Ρέτσου και άλλοι. Ο Ολυμπιακός μετά την πρώτη κιόλας χρονιά, και χάρη στην παρουσία του Βαλβέρδε που βελτίωνε ποδοσφαιριστές, άρχισε να πουλάει παίκτες. Σε κάποιες περιπτώσεις απέκτησε κάποιους κάνοντας ίσως διευκολύνσεις σε αντζέντηδες που απλώς πάρκαραν εδώ ποδοσφαιριστές, που δεν μπορούσαν να βρουν αλλού αυτά τα συμβόλαια, σε κάποιες άλλες ο Ολυμπιακός υποχρεώθηκε να πληρώσει πολλά – ο Μασάδο κάποτε πληρώθηκε σχεδόν τρία εκατομμύρια cash. Ωστόσο η ομάδα συνέχιζε να δημιουργεί υπεραξίες: συνέβη με τον Φετφατζίδη, τον Μανωλά, τον Μήτρογλου, αλλά και με τον Μιραλάς, τον Φέισα, τον Μιλιβόγεβιτς, τον Ιντέγιε. Όμως καμία από αυτές τις περιπτώσεις δεν είναι τόσο εντυπωσιακή όσο η περίπτωση του Ρέτσου, που αποτελεί ένα μάθημα για όλους.
Τον μεγάλωσαν σωστά
Τον Ρέτσο τον πίστεψαν από την πρώτη στιγμή, που ως παιδάκι ξεχώρισε. Στην ομάδα Νέων τον έκαναν αρχηγό. Χρησιμοποιήθηκε ως αμυντικός χαφ για να βελτιώσει την τεχνική του και πήρε μέρος δυο καλοκαίρια στην προετοιμασία της πρώτης ομάδας. Για να βρει χώρο στην πρώτη ομάδα πέρυσι, ο Ολυμπιακός άφησε τον Σιόβα και τον Σαλίνο να φύγουν κι αγόρασε ένα στόπερ 20 χρονών, τον Βραζιλιάνο Βιάνα κι όχι κάποιον έμπειρο. Πολλοί αποδίδουν την ωρίμανση του Ρέτσου στον Μπέντο, που σίγουρα έκανε μαζί του καλή δουλειά: πλην, όμως, ο Πορτογάλος υποχρεώθηκε να τον χρησιμοποιήσει γιατί δεν είχε και πολλές άλλες λύσεις. Ο Ρέτσος ήταν η μοναδική αλλαγή του Φιγκέιρας και του Ντελα Μπέγια, μολονότι το να αγωνίζεται στα άκρα δεν ήταν το φόρτε του. Παίζοντας στα άκρα βελτιώθηκε, έκανε λάθη που δεν στοίχισαν ακριβά, έμαθε να βγαίνει πιο πολύ στη μπάλα, αλλά και να την κατεβάζει κιόλας. Περισσότερο ωστόσο από τα συνεχόμενα παιγνίδια του μέτρησε ο τρόπος που ο Ολυμπιακός τον μεγάλωσε: του φέρθηκαν από την πρώτη μέρα, όχι σαν παιδάκι που έχει ανάγκη στοργής και νταντέματος, αλλά σαν κανονικό ποδοσφαιριστή που πρέπει να κρίνεται όπως όλοι. Ο Ολυμπιακός δεν επανέλαβε τα λάθη που έκανε με τον Ελευθερόπουλο ή τον Καστίγιο κάποτε: κανείς δεν ζήτησε από τους δημοσιογράφους να είναι προσεχτικοί στις κρίσεις τους για να μην πληγώσουν το παιδί, κανείς δεν αντιμετώπισε τον Ρέτσο σαν χαρισματικό, αλλά άγουρο πιτσιρίκι. Στο περσινό ματς κυπέλλου με τον Αρη του έδωσαν και το περιβραχιόνιο του αρχηγού: για να καταλάβει πως πρέπει να μεγαλώσει γρήγορα.
Η χώρα παράγει στόπερ
Ότι ο Ρέτσος θα τραβούσε την προσοχή πολλών ομάδων από όλη την Ευρώπη ήταν δεδομένο. Μονιμοποιήθηκε σε μια σημαντική ευρωπαϊκή ομάδα στα 18 του. Αγωνίστηκε βασικός σε όλα τα ματς του Γιουρόπα λιγκ. Κλήθηκε στην Εθνική της χώρας του, περνώντας πολύ γρήγορα τις διάφορες Εθνικές ομάδες Νέων και Ελπίδων, στις οποίες τα παιδιά ελάχιστα μαθαίνουν. Η μονιμοποίησή του συνδέθηκε με την κατάκτηση ενός πρωταθλήματος – όποιος 18αρης τα έχει πετύχει όλα αυτά δεν μπορεί παρά να είναι στο κέντρο της προσοχής όλων, όπου κι αν αγωνίζεται. Επιπλέον είναι πολύ σημαντικό ότι ο μικρός προέρχεται από μια χώρα που παίκτες στη θέση του έχει βγάλει τελευταία πολλούς και καλούς: η Λεβερκούζεν, που πρώτη ενδιαφέρθηκε, βλέπει στο πρόσωπό του τον διάδοχο του Παπασταθόπουλου και του Κυργιάκου Παπαδόπουλου, αλλά και του Μανωλά για τον οποίο φέτος η Ζενίθ έδινε στην Ρόμα εκατομμύρια ρούβλια. Αρκούν, όμως, αυτά για να πληρωθεί ένας Ελληνας παίκτης 22 εκατ ευρώ; Όχι φυσικά. Οι Γερμανοί που παρακολουθούν αρκετά την ελληνική αγορά έχουν αποκτήσει πολλούς Ελληνες μικρούς τα τελευταία χρόνια: Ο Σταφυλίδης, ο Φορτούνης, ο Καπίνο, ο Γιαννιώτας πέρασαν από εκεί ήδη. Για κανένα δεν έδωσαν αυτά τα χρήματα. Γιατί κανένα δεν τον απέκτησαν από τον Ολυμπιακό.
Τρεις φορές όχι
Ο Ολυμπιακός είχε φέτος το θάρρος να πει όχι σε τρεις προτάσεις για τον Ρέτσο, χάρη στις οποίες η τιμή του ποδοσφαιριστή ανέβηκε από τα 9 στα 16 εκατομμύρια – μιλάμε για προτάσεις, που οι άλλες ελληνικές ομάδες ονειρεύονται. Συγχρόνως δεν τον έκρυψε τον Ρέτσο: ο παίκτης έπαιξε βασικός και στα τέσσερα ματς των προκριματικών, ώστε να γίνει σαφές σε όποιον για αυτόν ενδιαφέρεται πως λογίζεται ως βασικός. Αν ο Ολυμπιακός μπορούσε αυτό να το διαχειριστεί είναι γιατί είχε τον Ιανουάριο κάνει δυο πωλήσεις, του Ιντέγιε και του Μιλιβόγεβιτς, της τάξης των 15 εκατ ευρώ. Στις πωλήσεις οι τιμές καθορίζονται με βάση τα προηγούμενα: αν πουλάς παίκτες με 3 εκατ άντε να βρεις κάποιον να σου δώσει 5. Αν πουλάς με 10 θα πάρει 15, αν με 15 θα πάρεις αργά ή γρήγορα 20. Δεν είναι η αξία του ποδοσφαιριστή που καθορίζει την τιμή, αλλά η πολιτική της ομάδας. Ο Ολυμπιακός πουλάει ακριβά γιατί μπορεί να διαπραγματευτεί διότι είναι πλέον η πρώτη σοβαρή ελληνική ποδοσφαιρική επιχείρηση. Όχι μόνο ορίζει αυτός τις τιμές των παικτών του, αλλά μπορεί να διαχειριστεί και την γκρίνια των οπαδών του, που πάντως σιγά σιγά ωριμάζουν: βλέποντας ότι στις άλλες ομάδες παίκτες φεύγουν όποτε γουστάρουν (Μπεργκ, Ζέκα, Ντιντάκ κτλ) δεν θα μπορούσαν να κάνουν κι αλλιώς. Διαβάζω κατά καιρούς διάφορες ειρωνείες για τις πωλήσεις του Ολυμπιακού: όλοι πουλάνε. Απλά ενώ άλλοι ξεπουλάνε κι άλλοι χάνουν παίκτες τζάμπα, ο Ολυμπιακός ορίζει τις τιμές. Ξέρει να το κάνει.
πηγή: karpetshow.gr