Η Σίτι δεν έχει την παραμικρή δυσκολία να κερδίσει στο Ολντ Τράφορντ: από το 2011 κι έπειτα το κάνει συχνά. Η παρακμή της Γιουνάιτεντ άρχισε ακριβώς τη στιγμή που σταμάτησε να κερδίζει το ντέρμπι, που για χρόνια ήταν ένα απλό ματς. Πέρυσι το αντίστοιχο παιγνίδι ήταν για τους ουδέτερους ένα βαρετό 0-0, οι ομάδες στραγγαλίστηκαν από τον τρόμο που δημιουργεί ο φόβος της ήττας. Φέτος το ντέρμπι ήρθε πολύ νωρίς: και οι δυο έχουν το ελαφρυντικό της ανετοιμότητας. Αλλά ήταν η πρώτη εγγλέζικη αναμέτρηση του Μουρίνιο με τον Πεπ Γκουαρντιόλα και για αυτό άξιζε τον κόπο να το δει κανείς: στο αντίστοιχο ματς του δευτέρου γύρου μπορεί οι δυο να μην είναι τόσο κοντά στη βαθμολογία – μπορεί να παίζουν μόνο για το γόητρο ή μπορεί και να διεκδικούν τον τίτλο, κανείς δεν ξέρει. Το βέβαιο είναι πως ετούτη η πρώτη φορά θα ήταν αξέχαστη και για τους δυο. Κέρδισε τελικά ο Πεπ για ένα απλούστατο, κατά τη γνώμη μου, λόγο: γιατί εκτός από καλός προπονητής, αποδεικνύεται και καλός κατασκευαστής ομάδων, πράγμα καθόλου παράξενο αφού όταν ξέρεις τι θες να φτιάξεις μπορεί και να καταφέρεις να το φτιάξεις. Οταν απλά θέλεις να κερδίσεις κάποια πράγματα δεν τα μετράς σωστά – κι αυτό είναι το πρόβλημα του Μουρίνιο τα τελευταία χρόνια: ο Πορτογάλος θέλει ν απαντά στις συνηθισμένες κατηγορίες των εχθρών του για έλλειψη δημιουργικού παιγνιδιού προτάσσοντας νίκες, αλλά το κερδίζω και το κατασκευάζω ομάδες δεν είναι ακριβώς το ίδιο. Προτεραιότητα πρέπει να είναι η κατασκευή κι αυτό ο Πεπ το έμαθε καλά από το πέρασμά του από την χορτασμένη από νίκες Μπάγερν Μονάχου.
Χωρίς κεντρική ιδέα
Η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ του Μουρίνιο δεν είναι μια κακή ομάδα κι έχει μπροστά της πολλά ματς για να το αποδείξει, όμως πολύ φοβάμαι πως στερείται μιας κεντρικής ιδέας: δεν έχει ούτε την άμυνα που θα τρομάξει τον αντίπαλο και θα τον κάνει να ιδρώσει για να την απειλήσει, αλλά ούτε κι ένα επιθετικό παιγνίδι που θα σε καθηλώσει. Ο Μουρίνιο έχει κάνει επιλογές πολλών καλών παικτών, που όμως δεν υπηρετούν κάτι απολύτως σαφές. Το αποτέλεσμα είναι μια βαριά ομάδα στην οποία οι ατομικές πρωτοβουλίες καλύπτουν την έλλειψη κίνησης – ειδικά χωρίς τη μπάλα. Ο Φελαϊνί και ο Πογκμπά μαζί στο γήπεδο εξασφαλίζουν δύναμη, αλλά κάνουν την ανάπτυξη πολύ αργή: ακόμα κι αν κερδίσουν την μπάλα δεν ξέρουν τι να την κάνουν. Ο Μικιταριάν σαν κρυφός φορ, αν η ομάδα του δεν κάνει κατοχή μπάλας χάνεται, κι ο Ρούνεϊ είναι συνεχώς ολοένα και πιο ακίνδυνος. Ο Ιμπραϊμοβιτς έχει εμπνεύσεις, αλλά όταν δεν έχει τη μπάλα στα πόδια τριγυρνάει παρακολουθώντας τους υπόλοιπους: τα χρόνια που γυρνούσε για να πάρει μπάλα και να δημιουργήσει πέρασαν. Η άμυνα του Μουρίνιο δεν έχει έμπειρους παίκτες κι αυτό φάνηκε. Η Σίτι έκανε κατοχή μπάλας στο πρώτο ημίχρονο (το 67% για ομάδα του Πεπ είναι κάτι λογικό), αλλά άνοιξε το σκορ όταν μετά από μια βαθιά μπαλιά από την άμυνα, αρκούσε μια κεφαλιά πάσα του Ιχενάτσο που πρόλαβε το Μπλιντ, για να βγει ο Ντε Μπρούιν απέναντι στον Ντε Χέα ανενόχλητος: η άμυνα των γηπεδούχων ήταν πολύ ψηλά γιατί η Μαντσεστερ Γιουνάιτεντ επιχειρούσε να πρεσάρει με αργούς παίκτες. Πριν το μισάωρο η Σίτι έκανε και το 0-2 πάλι χάρη σε ένα σόλο του Βέλγου που σημάδεψε το δοκάρι: ο Ιχενάτσο πήρε το ριμπάουντ και σκόραρε χωρίς να τον ενοχλήσει κανείς, ενώ η περιοχή του Ντε Χέα ήταν γεμάτη παίκτες. Η Σίτι δεν έχει ακόμα το πάσινγκ γκέιμ της Μπάγερν, αλλά η συνύπαρξη τόσων παικτών με καλά πόδια (Σίλβα, Νολίτο, Ντε Μπρούιν, Στέρλινγκ, Οταμέντι) εγγυώνται ότι η τελειοποίησή του είναι θέμα χρόνου: ουδείς κατάλαβε ότι έλειπε ο Αγκουέρο – αν κι αυτός υπήρχε το ματς θα χε τελειώσει από το ημίχρονο.
Εχει κι αυτός εμμονές
Γιατί δεν τελείωσε; Γιατί ο Πεπ έχει κι αυτός τις εμμονές του: διάλεξε πχ ένα τερματοφύλακα καλό (;) με τα πόδια αλλά μέτριο σε όλα τα υπόλοιπα. Ο Κλαούντιο Μπράβο με ένα δώρο έδωσε στον Ιμπρά την πάσα που αυτός περίμενε από τους συμπαίκτες του κι έκανε το 1-2. Ακολούθησαν κι άλλες δυο φάσεις – όμως μιλάμε για ψυχωμένες αντιδράσεις: το οργανωμένο παιγνίδι είναι κάτι άλλο. Στο β ημίχρονο ο Μουρίνιο γύρισε το σχήμα σε 4-3-3 (με το Ρούνεϊ δεξιά και τον κεφάτο Ράσφορντ αριστερά), αλλά ενώ η πίεση φάνηκε αρχικά οργανωμένη, η μοναξιά του Ιμπραϊμοβιτς στερούσε από τους γηπεδούχους επικινδυνότητα: όταν ο Γκουαρντιόλα έριξε στο ματς τον Φερνάντο (για να βοηθήσει τον Φερναντίνιο) και τον νεαρό Σανέ, αντί του αόρατου Στέρλινγκ, η Σίτι βρήκε παίκτες με πνευμόνια για αντεπιθέσεις – ο Ντε Μπρούιν μετά το 60΄έκανε ό,τι ήθελε. Μπορεί να μην έγινε η κατοχή μπάλας που είδαμε στο πρώτο ημίχρονο, αλλά δεν έλειψαν οι κάθετες πάσες, οι γρήγορες εναλλαγές της μπάλας, οι αλλαγές στη θέση του φορ, οι δυναμικές αντεπιθέσεις με συμμετοχή τριών και τεσσάρων παικτών – αυτό που στην Ελλάδα μάθαμε ν αποκαλούμε transition game. Οι γηπεδούχοι περίμεναν την ενέργεια του Ιμπρα, το λάθος του Μπράβο, το μπάσιμο του Ράσφορντ, το ξύπνημα του Πογκμπά – όλα αυτά θα μπορούσαν να δημιουργήσουν μια φάση που να φέρει το 2-2, αλλά δεν είναι οργανωμένο παιγνίδι.
Μισό πρωτάθλημα
Ο Πεπ πήρε το ντέρμπι και μαζί και το μισό πρωτάθλημα. Όχι γιατί κέρδισε το ματς, αλλά γιατί η νίκη είναι από αυτές που οι παίκτες του χαίρονται για τον τρόπο που ήρθε. Το ξέρω ότι πέρυσι η Σίτι ξέφυγε πολύ και μετά κατάρρευσε. Το ξέρω ότι οι ομάδες του Γκουαρντιόλα από τον Απρίλιο και μετά κάπως «κρεμάνε» κι αυτό στην Αγγλία μπορεί να στοιχίσει. Το ξέρω ότι το Τσάμπιονς λιγκ είναι και σκληρό και ψυχοφθόρο. Ξέρω, όμως, και κάτι σημαντικότερο: ότι το ποδόσφαιρο του Πεπ είναι ιδεολόγημα κι όχι απλά αποτέλεσμα δουλειάς: απαιτεί εκτός από ικανότητα, τυφλή πίστη. Ο Πεπ δεν κέρδισε απλά τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ: κέρδισε την τυφλή εμπιστοσύνη των παικτών του στο ποδόσφαιρο που διδάσκει. Γεγονός σημαντικότερο κι από τους τρεις βαθμούς και από το γόητρο.
πηγή: karpetshow.gr